Νότα Κυμοθόη
"Εκεί οπού πλήγωσαν οι λέξεις"
Ποίηση
ΕΚΕΙ , οπού φυσάει άγριος άνεμος
Εκεί, οπού ακούγονται περπατησιές αγγέλων
κι ανοίγονται χρυσόλευκα φτερά ως εξαπτέρυγα
Οπού, η αιωνιότητα λάμπει σε ουράνιες μετόπες
σημάδι δίνει ο Θεός κι ο άνεμος φεγγοβολά
ως να σκορπίζει έλεος στης γης τους κόρφους
για να γλυκολαλούν τ' αρχαία της πουλιά
πάνω από κλαγγές όσων γύρευαν τη φρίκη
σε ανθρώπων μοίρες από κάκητα...
Εκεί, οπού πλήγωσαν οι λέξεις σαν σπαθιά
κι οι πράξεις λάβωσαν μέτωπα και καρδιές
κύλησε απ' το χέρι του Θεού ουράνια ροή
οπού την είπαν Φως κι ερμήνευσαν Αγάπη!..
Εκεί, σ΄αυτό το πληγωμένο χώμα των σωμάτων
μέσα στης ανθρωπιάς τα ερημικά μονοπάτια
οι όμορφες τριανταφυλλιές έδωσαν ωραία άνθη
που ευωδιάζουν όσους γυρεύουν ομορφιά
ή ματώνουν, όσους ζηλεύουν τ' άνθη...
Εκεί, στα σώματα οπού αγάπησαν
μέσα στις άγριες μέντες των καιρών
κι ανάβουν μικρά φαναράκια μνήμης
εδώ κι εκεί και στην έρημο των ανθρώπων
που κρατούν τα σημάδια της υπομονής ατόφια...
Πες μου, για που πηγαίνεις ;
Άφησες θλιβερές ψυχές πίσω σου στον πόνο
Να περιφέρονται σε μάταιες σπονδές μισές
Ξεριζωμένες από θύελλα σαν πανδημία
Εκεί, οπού οι λέξεις γίνηκαν σπαθιά σε χέρια
Εκεί, οπού οι σκληρές καρδιές προσπέρασαν
Εκεί, οπού ο ήλιος γονάτισε με συμπόνοια
κι η τριανταφυλλιά θέλησε ν΄ανθίσει...
Αλλ' εσύ, γύρευες όλο τον τόπο δικό σου...
Ω!.. άνθρωπε της τέφρας και του τίποτα
που πίστεψες στου σπόρου μόνο τη σήψη...
Τι σπόρους σπέρνεις;
Τι σπόρους σπέρνεις;
Όταν το μέλλον θα καλπάζει ολοταχώς
και των ανθρώπων τα στόματα θα γυρεύουν τροφή
θ' αναρωτιέσαι που πήγαν όσοι λαβώθηκαν
ενώ περπατάς με έπαρση σε παρελάσεις
θα έχεις γέψη πίκρας στα χείλη
ως ν' αφήσεις τόπο στην παλάμη
ν' ακουμπήσει των χεριών μου η ανάσα
δοσμένη απ΄τα ουράνια...
Είμαστε άνθρωποι εδώ στη γη
κι είμαστε πλάι-πλάι μαζί...
Ποτέ δεν άφηνες τόπο για εμένα...
Δεν πειράζει...
Αλλά ως πότε την απληστία θα κρατώ;
Είμαστε άνθρωποι εδώ στη γη
κι είμαστε πλάι-πλάι μαζί...
Ποτέ δεν άφηνες τόπο για εμένα...
Δεν πειράζει...
Αλλά ως πότε την απληστία θα κρατώ;
Ο χρόνος ρέει εδώ κι εκεί με Αγάπης Φως
και ξεριζώνει εμποδίων παλιές σπορές
Κι εκεί, οπού πλήγωσαν κάποτε οι λέξεις
αφήνει άνθη ρόδων σαν σημάδια ευωδιαστά
για να φεύγει η όποια απόρριψη του εαυτού
και να ευωδιάζει όλο εκείνο το κενό