Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεοπάρδαλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το σαρκοφάγο θηλαστικό γνωστό και ως πάνθηρας. Για άλλες χρήσεις του όρου "πάνθηρας", δείτε: Πάνθηρας (αποσαφήνιση).
Λεοπάρδαλη
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Ύστερο Πλειόκαινο ή Κατώτερο Πλειστόκαινο- Σήμερα[1]

Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1) [2]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Υποτάξη: Αιλουρόμορφα (Feliformia)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Πανθηρίνες (Pantherinae)
Γένος: Πάνθηρ (Panthera)
Είδος: P. pardus
Διώνυμο
Panthera pardus (Πάνθηρ ο πάρδος)
Λινναίος, 1758

Παρούσα και ιστορική κατανομή της λεοπάρδαλης (κόκκινο = παρουσία, μωβ = πιθανή παρουσία, πουά = πιθανή εξαφάνιση, ροζ = εξαφάνιση)

Η λεοπάρδαλη (Panthera pardus - Πάνθηρ πάρδος) ή απλά πάνθηρας είναι σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο που ανήκει στις αιλουρίδες. Είχε κυνηγηθεί πολύ από τον άνθρωπο για την όμορφή της γούνα, αλλά πλέον προστατεύεται με ειδικούς νόμους.[3] Ζει στην Αφρική και στην Νότια Ασία, ενώ παλαιότερα ζούσε και στην Ευρώπη (ίσως υπάρχει ακόμα στην περιοχή του Καυκάσου), ακόμα και στην Ελλάδα, μέχρι και την Ισπανία.[4][5]

Η ευρωπαϊκή κατανομή της λεοπάρδαλης των σπηλαίων P.p.spelaea, η οποία είχε αρκετά κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με την λεοπάρδαλη του χιονιού, κατά το Ύστερο Πλειστόκαινο περιελάμβανε περιοχές από τις ακτές τις Μεσογείου, στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, μέχρι το Βερολίνο και τη νότια Αγγλία, στα βόρεια.[6] Η λεοπάρδαλη των σπηλαίων φαίνεται να εξαφανίστηκε κατά τη μετάβαση από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο, με τα πιο πρόσφατα ευρήματα στην Ελλάδα (Αττική) να χρονολογούνται στο 15.000 - 5.000 π.Χ..[7][8]

Κατά τους ιστορικούς χρόνους η λεοπάρδαλη είχε εξαφανισθεί από τα Βαλκάνια και ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι υπάρχουν στην Ασία, αλλά όχι στην Ευρώπη.[9] Στην πρόσφατη ιστορία όμως, στο ελληνικό νησί της Σάμου υπάρχουν σποραδικές καταγραφές λεοπαρδάλεων (με συχνή σύγχυση με την τίγρη, λόγω της χρήσης τοπικά της λέξης καπλάνι για τη λεοπάρδαλη, που στα τούρκικα κυριολεκτικά σημαίνει τίγρη), προερχόμενων από τη χερσόνησο της Μυκάλης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την αναφορά του Tournefort, ο οποίος επισκέφτηκε το νησί το 1700, του Κρητικίδη που περιγράφει μια λεοπάρδαλη που παγιδεύτηκε το 1836 και μία που θανατώθηκε το 1862 και του Erhard που αναφέρει ότι μια λεοπάρδαλη πυροβολήθηκε το 1858.[10][11][12][13]

Η λεοπάρδαλη του 1862 είναι αυτή που θανατώθηκε από την οικογένεια Γλιαρμή, στο σπήλαιο Καπλανοφωλιά και αφού βαλσαμώθηκε από έναν ιερέα, μετά από δεκαετίες κατέληξε στο μουσείο των Μυτιληνιών, για να αποτελέσει τη έμπνευση για το μυθιστόρημα Το καπλάνι της βιτρίνας.[11][14] Η λεοπάρδαλη ανήκει στο γένος Panthera, στο ίδιο γένος ανήκουν το λιοντάρι (Panthera leo), η τίγρη (Panthera tigris) και ο ιαγουάρος (Panthera onca).[15]

Το αγγλικό όνομα «leopard» προέρχεται από το παλαιό γαλλικό leupart (λιουπάρτ), που προέρχεται από το λατινικό leopardus (λεοπάρντους) και απο το αρχαίο ελληνικό λεόπαρδος (λέων + πάρδος = λιοντάρι με βούλες).[16][17] Το γενικό όνομα Πανθέρα (Panthera) προέρχεται απο το λατινικό panther, εκ του οποίου προέκυψε το panthera, το οποίο αναφέρεται σε ένα δίχτυ κυνηγιού άγριων θηρίων που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους σε μάχες, και το οποίο προήλθε από το ελληνικό πάνθηρ, δηλαδή αυτός που θηρεύει τα πάντα.[17] Το φωνητικά παρόμοιο σανσκριτικό pândara (πάνταρα) σημαίνει ωχροκίτρινο, υπόλευκο ή λευκό.[18] Το λατινικό όνομα pardus (πάρντους) αναφέρεται σε έναν αρσενικό πάνθηρα.[19] Η λέξη pardus πιστεύεται ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό παρδαλωτός που σημαίνει "με κηλίδες".[20]

Η λεοπάρδαλη έχει μήκος σώματος κοντά στα 2,1 μέτρα, με την ουρά να καταλαμβάνει τα 90 εκ. Τα αρσενικά ζυγίζουν από 37 εως 90 kg με ύψος 60 εως 70 cm, ενώ τα θηλυκά είναι ελαφρύτερα, ζυγίζοντας από 28 εως 60 kg με ύψος 57 εως 64 cm.[21][22] Παρότι θεωρείται το μικρότερο από τα τέσσερα μεγάλα αιλουροειδή του γένους panthera (Λιοντάρι, Τίγρης, Ιαγουάρος, Λεοπάρδαλη), είναι το δυνατότερο αναλογικά με το μέγεθος και το βάρος του (εάν δηλαδή είχαν όλα τα παραπάνω υποείδη το ίδιο σωματικό βάρος και μέγεθος, η λεοπάρδαλη θα υπερτερουσε σε σωματική (μυϊκή) δύναμη).

Συνήθως, οι λεοπαρδάλεις είναι μεγαλύτερες σε περιοχές όπου βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, χωρίς περιορισμό του ανταγωνισμού από μεγαλύτερους θηρευτές όπως το λιοντάρι και η τίγρη.[23] Ορισμένες λεοπαρδάλεις στη Βόρεια Αφρική υποτίθεται ότι ήταν τόσο μεγάλες όσο τα Βερβερικά λιοντάρια. Το 1913, μια εφημερίδα της Αλγερίας ανέφερε ότι μια σκοτωμένη λεοπάρδαλη φαίνεται να υπολογίστηκε περίπου στα 275 εκατοστά συνολικού μήκους.[24] Προς σύγκριση, τα μεγέθη των αρσενικών λιονταριών κυμαίνονται απο 266 εως 311 cm από το κεφάλι μέχρι το τέλος της ουράς.[25]

Η ταχύτητα του εν λόγω αιλουροειδους φτάνει μέχρι και τα 58 χλμ. την ώρα, ενώ έχει επιπλέον την ικανότητα να πραγματοποιεί άλματα μήκους έως και 6 μέτρων. Ο συνδυασμός δύναμης, ταχύτητας αλλά κυρίως η εξαιρετική ικανότητα του συγκεκριμένου είδους να κινείται εντελώς αθόρυβα χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τα πιθανά θηράματα του, όπως και μοναδική δυνατότητα του (σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη αιλουροειδων του γένους panthera) να σκαρφαλώνει με ευκολία και να κινείται πάνω στα δέντρα και τα κλαδιά αυτών, καθιστούν τη λεοπάρδαλη ή πάνθηρα έναν από τους ικανότερους και πιο επιτυχημένους θηρευτές του ζωικού Βασιλείου.[26]

Όσον αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, το τρίχωμα των πανθήρων μπορεί να έχει δύο χρώματα: να είναι μαύρο (τα άτομα αυτού του είδους είναι γνωστοί και ως μαύροι πάνθηρες, ή πάνθηρες σκέτο), ή σκούρο κίτρινο, με μαύρες κηλίδες που στο κέντρο τους έχουν κίτρινο.[15]

Η λεοπάρδαλη ζευγαρώνει όλη την διάρκεια του χρόνου. Η εγκυμοσύνη διαρκεί γύρω στις 100 μέρες, και στο τέλος το θηλυκό γεννάει απο 2 εώς 4 μικρά (συνήθως 3), τα οποία αρχικά είναι τυφλά. Τα μικρά μένουν με τους γονείς τους μέχρι να ενηλικιωθούν.[4]

Ακολουθώντας την πρώτη περιγραφή του Λινναίου, 27 υποείδη λεοπάρδαλης είχαν προταθεί από φυσιοδίφες, μεταξύ του 1794 και του 1956. Από το 1996, μόνο 8 υποείδη είχαν θεωρηθεί ως έγκυρα, σύμφωνα με μιτοχονδριακή ανάλυση, ενώ αργότερα είχε προστεθεί και η Αραβική λεοπάρδαλη.[27]

Το 2017, η Ομάδα Ταξινόμησης Αιλουρίδων, της Ομάδας Ειδικών στις Αιλουρίδες, αναγνώρισε τα ακόλουθα 8 υποείδη ως έγκυρα, θεωρώντας την λεοπάρδαλη της βόρειας Κίνας ταυτόσημη με την λεοπάρδαλη του Αμούρ:[28]

Subspecies Distribution Image
Αφρικανική λεοπάρδαλη (P. p. pardus) (Linnaeus, 1758)[29] Είναι το πιο διαδεδομένο είδος λεοπάρδαλης και είναι αυτόχθονο στο μεγαλύτερο τμήμα της Υποσαχάριας Αφρικής, ενώ ιστορικά υπήρχε και στην μεσογειακή, βόρεια Αφρική.[2]
Ινδική λεοπάρδαλη (P. p. fusca) (Meyer, 1794)[30] Είναι αυτόχθονη της Ινδικής υποηπείρου, της Μιανμάρ και του νότιου Θιβέτ.[2][28][31]
Λεοπάρδαλη της Ιάβας (P. p. melas) (Cuvier, 1809)[32] Είναι αυτόχθονη στην Ιάβα, στην Ινδονησία και θεωρείται ως Κρισίμως Κινδυνεύον υποείδος.[2]
Αραβική λεοπάρδαλη (P. p. nimr) (Hemprich & Ehrenberg, 1830)[33] Είναι αυτόχθονη της Αραβικής Χερσονήσου, αλλά θεωρείται τοπικά εξαφανισμένη στη Χερσόνησο του Σινά. Πρόκειται για το μικρότερο υποείδος λεοπάρδαλης.[34]
Περσική λεοπάρδαλη ή λεοπάρδαλη της Ανατολίας (P. p. tulliana) (Valenciennes, 1856)[35] Το μεγαλύτερο υποείδος λεοπάρδαλης, το οποίο περιγράφηκε για πρώτη φορά από την περιοχή της Σμύρνης. Είναι αυτόχθονη της Τουρκίας (με κατανομή η οποία μέχρι τη δεκαετία του 1970 ξεκινούσε από τα παράλια του Αιγαίου), του Καυκάσου, της νότιας Ρωσίας, του υψιπέδου του Ιράν και του Χίντου Κους. Θεωρείται ως Κινδυνεύον υποείδος.[2]

Ο πληθυσμός του Μπαλουχιστάν μάλλον εξελίχθηκε στα νότια του Ιράν, Αφγανιστάν και Πακιστάν, καθώς απομονώθηκε από το βόρειο πληθυσμό, από τις ερήμους Dasht-e Kavir και Dasht-e Lut.[36]

Λεοπάρδαλη του Αμούρ (P. p. orientalis) (Schlegel, 1857)[37][38] Είναι αυτόχθονη της ρώσικης Άπω Ανατολής, της βόρειας και της κεντρικής Κίνας, αλλά είναι τοπικά εξαφανισμένη πλέον στη Χερσόνησο της Κορέας.[2]
Λεοπάρδαλη της Ινδοκίνας (P. p. delacouri) Pocock, 1930[39] Είναι αυτόχθονη της ηπειρωτικής νοτιοανατολικής Ασίας και της νότιας Κίνας.[2]
Λεοπάρδαλη της Σρι Λάνκα (P. p. kotiya) Deraniyagala, 1956[40] Είναι αυτόχθονη της Σρι Λάνκα.[2]

Αποτελέσματα από μια ανάλυση, 182 αφρικανικών λεοπαρδάλεων από μουσειακά δείγματα, έδειξε ότι μερικές αφρικανικές λεοπαρδάλεις επιδεικνύουν μεγαλύτερες γενετικές διαφορές, σε σχέση με υποείδη της Ασίας.[41]

  1. «Historical biogeography of the leopard (Panthera pardus) and its extinct Eurasian populations». BMC (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2020. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 Breitenmoser, U., Breitenmoser-Wursten, C., Henschel, P. & Hunter, L. (2008). Panthera pardus. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Retrieved on 9 October 2008.
  3. Williams, Samual T.; Williams, Kathryn S.; Lewis, Bradley P.; Hill, Russell A. (2017-04-19). «Population dynamics and threats to an apex predator outside protected areas: implications for carnivore management». Royal Society Open Science 4 (4). doi:10.1098/rsos.161090. ISSN 2054-5703. PMID 28484625. PMC 5414262. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5414262/. 
  4. 4,0 4,1 «leopard | Description, Habitat, & Facts». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2020. 
  5. Ghezzo, Elena; Rook, Lorenzo. «The remarkable Panthera pardus (Felidae, Mammalia) record from Equi (Massa, Italy): taphonomy, morphology, and paleoecology» (στα αγγλικά). Quaternary Science Reviews 110: 131–151. ISSN 0277-3791. https://www.academia.edu/10193221/The_remarkable_Panthera_pardus_Felidae_Mammalia_record_from_Equi_Massa_Italy_taphonomy_morphology_and_paleoecology. 
  6. Diedrich, C.G. 2013: Late Pleistocene leopards across Europe e northernmost EuropeanGerman population, highest elevated records in the Swiss Alps,complete skeletons in the Bosnia Herzegowina Dinarids andcomparison to the Ice Age cave art. Quaternary Science Reviews 76: 167-193
  7. Sauqué V. & G. Cuenca Bescós 2013: The Iberian Peninsula, the last European refugium of Panthera pardus linnaeus 1758 during the Upper Pleistocene. Quaternaire 24(1): 13-24.
  8. Marciszak, A., Lipecki, G., Gornig, W., Matyaszczyk, L., Oszczepalińska, O., Nowakowski, D. & S. Talamo 2022: THE FIRST RADIOCARBON-DATED REMAINS OF THE LEOPARD PANTHERA PARDUS (LINNAEUS, 1758) FROM THE PLEISTOCENE OF POLAND. Radiocarbon 0(0): 1-14.
  9. Αριστοτέλης, 4ος π.Χ. αιώνας: Περί ζώων ιστορίας
  10. Tournefort, J.P. 1717: Relation d’un Voyage du Levant, fait par ordre du Roy. Contenant l’histoire ancienne & moderne de plusieurs Isles de l’Archipel, de Constantinople, des côtes de la Mer Noire, de l’Armenie, de la Georgie, des frontières de Perse & de l’Asie Mineure. Avec les plans des villes & des lieux considérables; Les Plans des Villes & des Lieux conſiderables; le Genie, les Mæurs , le Commerce & la Religion des differens Peuples qui les habitent; Et l'Explication des Médailles & des Monumens Antiques. Enrichie de Descriptions & de Figures d'un grand nombre de Plantes rares, de divers Animaux; Et de plusieurs Observations touchant l'Histoire Naturelle.
  11. 11,0 11,1 Κρητικίδης, Ε.Ι. 1869: Τοπογραφία Αρχαία και Σημερινή της Σάμου. Ερμούπολη 136p.
  12. Masseti, M. 2012: Atlas of terrestrial mammals of the Ionian and Aegean islands.
  13. Sidiropoulos, K., Polymeni, R.M. & A. Legakis 2016: The evolution of Greek fauna since classical times. The Historical Review/La Revue Historique 13: 127-146.
  14. Ανώνυμος 2020: Mια αυθεντική μαρτυρία για το θρύλο του καπλανιού της Σάμου (Μαυρατζαίων). Σαμιακόν Βήμα. 31/5/2020.
  15. 15,0 15,1 «A revised taxonomy of the Felidae» (PDF). 
  16. «Origins : a short etymological dictionary of modern English : Partridge, Eric, 1894-1979 : Free Download, Borrow, and Streaming». Internet Archive (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2020. 
  17. 17,0 17,1 «A Latin Dictionary : Not Available : Free Download, Borrow, and Streaming». Internet Archive (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2020. 
  18. Macdonell, Arthur Anthony (1929). «A Practical Sanskrit Dictionary with Transliteration, Accentuation, and Etymological Analysis Throughout». dsalsrv04.uchicago.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2020. 
  19. «A Latin Dictionary: Pardus». Internet Archive (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2020. 
  20. «A Greek-English lexicon : Liddell, Henry George, 1811-1898 : Free Download, Borrow, and Streaming». Internet Archive (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2020. 
  21. Estes, Richard (1991). The behavior guide to African mammals : including hoofed mammals, carnivores, primates. Berkeley : University of California Press. 
  22. Nowak, Ronald M.· Walker, Ernest Pillsbury (29 Ιουλίου 1999). Walker's Mammals of the World. JHU Press. ISBN 978-0-8018-5789-8. 
  23. Brakefield, Tom. Big Cats. Voyageur Press. ISBN 978-1-61060-354-6. 
  24. Alfred E. Pease (Alfred Edward), Sir (1913). Book of the lion. London : John Murray, Albemarle Street, W. 
  25. Kingdon, Jonathan· Happold, David (23 Μαΐου 2013). Mammals of Africa. A&C Black. ISBN 978-1-4081-8996-2. 
  26. «Catfolk Species Accounts: Leopard (Panthera pardus) [Sub-Sahara Africa]». web.archive.org. 22 Φεβρουαρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2020. CS1 maint: Unfit url (link)
  27. Uphyrkina, O.; Johnson, E. W.; Quigley, H.; Miquelle, D.; Marker, L.; Bush, M. & O'Brien, S. J. (2001). "Phylogenetics, genome diversity and origin of modern leopard, Panthera pardus" (PDF). Molecular Ecology. 10 (11): 2617–2633. doi:10.1046/j.0962-1083.2001.01350.x. PMID 11883877. S2CID 304770
  28. 28,0 28,1 Kitchener, A. C.; Breitenmoser-Würsten, C.; Eizirik, E.; Gentry, A.; Werdelin, L.; Wilting, A.; Yamaguchi, N.; Abramov, A. V. και άλλοι. (2017). «A revised taxonomy of the Felidae: The final report of the Cat Classification Task Force of the IUCN Cat Specialist Group». Cat News (Special Issue 11): 73–75. https://repository.si.edu/bitstream/handle/10088/32616/A_revised_Felidae_Taxonomy_CatNews.pdf?sequence=1&isAllowed=y#page=73. 
  29. Wozencraft, W. C. (2005). "Species Panthera pardus". In Wilson, D. E.; Reeder, D. M. (eds.). Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference (3rd ed.). Johns Hopkins University Press. p. 547. ISBN 978-0-8018-8221-0. OCLC 62265494
  30. Meyer, F. A. A. (1794). «Über de la Metheries schwarzen Panther». Zoologische Annalen. Erster Band. Weimar: Im Verlage des Industrie-Comptoirs. σελίδες 394–396. 
  31. Laguardia, A.; Kamler, J. F.; Li, S.; Zhang, C.; Zhou, Z.; Shi, K. (2017). «The current distribution and status of leopards Panthera pardus in China». Oryx 51 (1): 153−159. doi:10.1017/S0030605315000988. 
  32. Cuvier, G. (1809). «Recherches sur les espėces vivantes de grands chats, pour servir de preuves et d'éclaircissement au chapitre sur les carnassiers fossils». Annales du Muséum National d'Histoire Naturelle Tome XIV: 136–164. 
  33. Hemprich, W.· Ehrenberg, C. G. (1830). «Felis, pardus?, nimr». Στο: Dr. C. G. Ehrenberg. Symbolae Physicae, seu Icones et Descriptiones Mammalium quae ex Itinere per Africam Borealem et Asiam Occidentalem Friderici Guilelmi Hemprich et Christiani Godofredi Ehrenberg. Decas Secunda. Zoologica I. Mammalia II. Berolini: Officina Academica. σελίδες Plate 17. 
  34. Spalton, J. A.; Al Hikmani, H. M. (2006). «The Leopard in the Arabian Peninsula – Distribution and Subspecies Status». Cat News (Special Issue 1): 4–8. http://www.catsg.org/fileadmin/filesharing/3.Conservation_Center/3.2._Status_Reports/leopard/Spalton___Hikmani_2006_Status_of_the_Leopard_on_the_Arabian_Peninsula.pdf. 
  35. Valenciennes, A. (1856). «Sur une nouvelles espèce de Panthère tué par M. Tchihatcheff à Ninfi, village situé à huit lieues est de Smyrne». Comptes Rendus Hebdomadaires des Séances de l'Académie des Sciences 42: 1035–1039. 
  36. Khorozyan, I. G.; Gennady, F.; Baryshnikov, G. F.; Abramov, A. V. (2006). «Taxonomic status of the leopard, Panthera pardus (Carnivora, Felidae) in the Caucasus and adjacent areas». Russian Journal of Theriology 5 (1): 41–52. doi:10.15298/rusjtheriol.05.1.06. 
  37. Schlegel, H. (1857). «Felis orientalis». Handleiding Tot de Beoefening der Dierkunde, Ie Deel. Breda: Boekdrukkerij van Nys. σελ. 23. 
  38. Gray, J. E. (1862). «Description of some new species of Mammalia». Proceedings of the Royal Zoological Society of London 30: 261−263, plate XXXIII. doi:10.1111/j.1469-7998.1862.tb06524.x. https://archive.org/details/proceedingsofgen62zool/page/262. 
  39. Pocock, R. I. (1930). «The Panthers and Ounces of Asia». Journal of the Bombay Natural History Society 34 (2): 307–336. 
  40. Deraniyagala, P. E. P. (1956). «The Ceylon leopard, a distinct subspecies». Spolia Zeylanica 28: 115–116. 
  41. Anco, C.; Kolokotronis, S. O.; Henschel, P.; Cunningham, S. W.; Amato, G.; Hekkala, E. (2017). «Historical mitochondrial diversity in African leopards (Panthera pardus) revealed by archival museum specimens». Mitochondrial DNA Part A 29 (3): 455–473. doi:10.1080/24701394.2017.1307973. PMID 28423965.