Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασιλιάς της Ρώμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο βασιλιάς της Ρώμης, λατιν. rex Romae, ήταν ο ανώτερος ηγέτης του Ρωμαϊκού Βασιλείου. Σύμφωνα με τον μύθο, ο πρώτος βασιλιάς της Ρώμης ήταν ο Ρωμύλος, που ίδρυσε την πόλη το 753 π.Χ. στον Παλατίνο λόφο. Επτά μυθικοί βασιλείς λέγεται, ότι κυβέρνησαν τη Ρώμη έως το 509 π.Χ., οπότε ο τελευταίος εκθρονίστηκε. Καθένας τους κυβέρνησε 35 περίπου έτη.

Οι βασιλείς μετά τον Ρωμύλο δεν ήταν γνωστοί ως δυνάστες και δεν υπάρχει αναφορά σε κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο έπειτα από τον πέμπτο βασιλιά Λεύκιο Ταρκύνιο Πρίσκο. Ως εκ τούτου μερικοί υποθέτουν, ότι ο Ταρκύνιος προσπάθησε να ιδρύσει κληρονομική μοναρχία έναντι της πριν υποτιθέμενης κατ' εκλογήν μοναρχίας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία Δημοκρατίας.

Ο Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος ήταν ο 7ος και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης.

Η πρώιμη Ρώμη κυβερνήθηκε από τον βασιλιά (rex). Ο βασιλιάς είχε απόλυτη εξουσία επάνω στον λαό και κανείς δεν τον εξουσίαζε. Η Σύγκλητος ήταν μια αδύναμη ολιγαρχία, ικανή να ασκεί μόνο δευτερεύουσες διοικητικές εξουσίες, έτσι ώστε η Ρώμη να κυβερνάται από τον βασιλιά της, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν απόλυτος μονάρχης. Η κύρια λειτουργία της Συγκλήτου ήταν να εκτελεί και να διαχειρίζεται τις επιθυμίες του βασιλιά. Μετά τον Ρωμύλο, τον πρώτο μυθικό βασιλιά της Ρώμης, οι Ρωμαίοι βασιλείς εξελέγοντο από τον λαό της Ρώμης, που καθόταν ως Συνέλευση των Φυλών (Curiates), που ψήφιζε για τον υποψήφιο που είχε προταθεί από ένα επιλεγμένο μέλος της Συγκλήτου, που ονομαζόταν μεσοβασιλιάς (interrex). Οι υποψήφιοι για τον θρόνο μπορούσαν να είναι οποιαδήποτε προέλευσης. Για παράδειγμα, ένας τέτοιος υποψήφιος, ο Λεύκιος Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος (Priscus]), ήταν αρχικά πολίτης και μετανάστης από μια γειτονική ετρουσκική πόλη-κράτος. Ο λαός της Ρώμης, που συνεδρίαζε ως Συνέλευση των Φυλών, μπορούσε τότε είτε να αποδεχθεί είτε να απορρίψει τον προτεινόμενο υποψήφιο-βασιλιά.

Ο βασιλιάς είχε δώδεκα ραβδούχους (lictores), που κρατούσαν δέσμες ράβδων (fasces), έναν πτυσσόμενο θώκο (sella curula), που χρησίμευε ως θρόνος, έναν πορφυρό χιτώνα βαμμένο (toga picta), ερυθρά πέδιλα και έφερε στο κεφάλι ένα λευκό διάδημ[ απαιτείται παραπομπή ]α. Μόνο ο βασιλιάς μπορούσε να φορέσει πορφυρή τόγκα. 

Την ανώτατη εξουσία του κράτους είχε ο βασιλιάς, θέση που είχε τις ακόλουθες εξουσίες:

Γενικός εκτελεστής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από τη θρησκευτική του εξουσία, ο βασιλιάς είχε την ανώτατη στρατιωτική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία μέσω της χρήσης της απόλυτης εξουσίας (imperium). Το imperium του βασιλιά κρατείτο ισόβια και τον προστάτευε από το να δικαστεί για τις πράξεις του. Ως ο μοναδικός κάτοχος του imperium στη Ρώμη εκείνη την εποχή, ο βασιλιάς διέθετε την απόλυτη εκτελεστική εξουσία και ανεξέλεγκτη στρατιωτική εξουσία ως αρχιστράτηγος όλων των δυνάμεων της Ρώμης. Η εκτελεστική του εξουσία και το μοναδικό του imperium, του επέτρεπαν να εκδίδει διατάγματα με ισχύ νόμου. Επίσης, οι νόμοι που προστατεύουν τους πολίτες από την κατάχρηση των αξιωματούχων, που κατείχαν το imperium δεν υπήρχαν κατά την εποχή των βασιλέων.

Ο βασιλιάς είχε επίσης την εξουσία να διορίζει ή να προτείνει όλους τους αξιωματούχους. Θα διόριζε έναν tribunus celerum για να υπηρετήσει τόσο ως τριβούνος της φυλής Ramnes στη Ρώμη, όσο και ως διοικητής της προσωπικής σωματοφυλακής του βασιλιά, των Γρήγορων (Celeres). Ο βασιλιάς έπρεπε να διορίσει τον τριβούνο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, και ο τριβούνος άφηνε το αξίωμα μετά το τέλος του βασιλιά. Το αξίωμα του τριβούνου ήταν δεύτερο σε σειρά μετά τον βασιλιά και είχε επίσης την εξουσία να συγκαλεί τη Συνέλευση των Φυλών και να θέτει νομοθεσία ενώπιόν της.

Ένας άλλος αξιωματούχος που διοριζόταν από τον βασιλιά, ήταν ο έπαρχος της πόλης (praefectus urbi), ο οποίος ενεργούσε ως φύλακας της πόλης. Όταν ο βασιλιάς απουσίαζε από την πόλη, ο έπαρχος κατείχε όλες τις εξουσίες του βασιλιά, ακόμη και σε σημείο να του απονεμηθεί το imperium, ενώ βρισκόταν μέσα στην πόλη. Ο βασιλιάς ήταν το μόνο πρόσωπο, που είχε την εξουσία να διορίζει πατρικίους στη Σύγκλητο.

Η απόλυτη εξουσία του βασιλιά του παραχωρούσε τόσο στρατιωτικές εξουσίες, όσο και τον εξουσιοδοτούσε να εκφέρει νομική κρίση σε όλες τις περιπτώσεις, ως ο ανώτατος δικαστής της Ρώμης. Μολονότι μπορούσε να αναθέσει αρχιερείς (pontifex) να ενεργούν ως μικροί δικαστές σε ορισμένες υποθέσεις, είχε την ανώτατη εξουσία σε όλες τις υποθέσεις που υποβάλλονταν ενώπιόν του, τόσο αστικές όσο και ποινικές. Αυτό έκανε τον βασιλιά ανώτατο σε περιόδους πολέμου και ειρήνης. Ενώ ορισμένοι συγγραφείς πίστευαν ότι δεν υπήρχε έφεση από τις αποφάσεις του βασιλιά, άλλοι πίστευαν ότι μια πρόταση για έφεση θα μπορούσε να υποβληθεί ενώπιον του βασιλιά, από οποιονδήποτε πατρίκο κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης της Συνέλευσης των Φυλών.

Για να βοηθήσει τον βασιλιά, ένα συμβούλιο συμβούλευε τον βασιλιά σε όλες τις δίκες, αλλά αυτό το συμβούλιο δεν είχε καμία εξουσία να ελέγχει τις αποφάσεις του βασιλιά. Επίσης, διορίστηκαν από τον ίδιο δύο ανακριτές εγκλημάτων (quaestores parridici) καθώς και ένα ποινικό δικαστήριο δύο ατόμων (duumviri perduellionis), που επέβλεπε για υποθέσεις προδοσίας.

Γενικός νομοθέτης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπό τους βασιλείς, η Συνέλευση της Συγκλήτου και των Φυλών είχαν πολύ μικρή ισχύ και εξουσία: δεν ήταν ανεξάρτητοι φορείς, και είχαν το δικαίωμα να συναντώνται μαζί και να συζητούν ζητήματα του κράτους. Θα μπορούσαν να συγκληθούν μόνο από τον βασιλιά και μπορούσαν να συζητήσουν μόνο τα θέματα, που τους έθετε ο βασιλιάς. Ενώ η Συνέλευση των Φυλών (Curiate) είχε την εξουσία να εγκρίνει νόμους, που είχαν υποβληθεί από τον βασιλιά, η Σύγκλητος ήταν ουσιαστικά ένα τιμητικό συμβούλιο. Θα μπορούσε να συμβουλεύσει τον βασιλιά για τη δράση του, αλλά, σε καμία περίπτωση βδεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει, από το να ενεργήσει. Το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει ο βασιλιάς χωρίς την έγκριση της Συνέλευσης της Συγκλήτου και των Κουριατών, ήταν να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον ενός ξένου έθνους. Αυτά τα ζητήματα ουσιαστικά επέτρεπαν στον βασιλιά να κυβερνά λίγο πολύ με διατάγματα, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες υποθέσεις.

Κάθε φορά που απεβίωνε ένας Ρωμαίος βασιλιάς, η Ρώμη έμπαινε σε μια περίοδο μεσοβασιλείας (interregnum): η ανώτατη εξουσία στο κράτος μεταβιβαζόταν στη Σύγκλητο, η οποία είχε το καθήκον να βρει έναν νέο βασιλιά. Η Σύγκλητος συγκεντρωνόταν και διόριζε ένα από τα μέλη της ως μεσοβασιλιά (interrex) για να υπηρετήσει για μια περίοδο πέντε ημερών, με μοναδικό σκοπό να ορίσει τον επόμενο μεσοβασιλιά της Ρώμης. Έτσι μετά την πενθήμερη περίοδο, ο μεσοβασιλιάς διόριζε (με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου) άλλον συγκλητικό για μια ακόμη πενθήμερη θητεία. Αυτή η διαδικασία θα συνεχιζόταν μέχρι την εκλογή νέου βασιλιά. Μόλις ο μεσοβασιλιάς έβρισκε έναν κατάλληλο υποψήφιο για τη βασιλεία, έφερνε τον υποψήφιο στη Σύγκλητο και αυτή τον εξέταζε. Εάν η Σύγκλητος επιβεβαίωνε την υποψηφιότητα, ο μεσοβασιλιάς συγκαλούσε τη Συνέλευση των Φυλών (Curiate) και προήδρευε ως πρόεδρός της κατά την εκλογή του βασιλιά.

Μόλις προτεινόταν ένας υποψήφιος στη Συνέλευση των Φυλών, ο λαός της Ρώμης μπορούσε είτε να αποδεχτεί, είτε να απορρίψει τον εκλεγμένο βασιλιά. Εάν γινόταν δεκτός, ο εκλεγμένος βασιλιάς δεν ανελάμβανε αμέσως τα καθήκοντά του: έπρεπε να πραγματοποιηθούν δύο πρόσθετες πράξεις, πριν αποκτήσει την πλήρη βασιλική ισχύ και εξουσία. Πρώτον, ήταν απαραίτητο να αποκτηθεί το θείο θέλημα των θεών για τον σεβασμό τού διορισμού του μέσω οιωνών, αφού ο βασιλιάς θα υπηρετούσε ως αρχιερέας της Ρώμης. Ένας οιωνοσκόπος έκανε αυτή την τελετή, οδηγώντας τον εκλεγμένο βασιλιά στην ακρόπολη, όπου τον τοποθετούσε σε έναν λίθινο θώκο, ενώ ο λαός περίμενε από κάτω. Εάν ο εκλεγμένος βασιλιάς βρισκόταν άξιος για τη βασιλεία, ο οιωνοσκόπος ανήγγειλε ότι οι θεοί είχαν δώσει ευνοϊκά σημεία, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ιερατικό χαρακτήρα του εκλεγμένου βασιλιά. Δεύτερον, η απεριόριστη εξουσία (imperium) έπρεπε να ανατεθεί στον βασιλιά. Η ψηφοφορία της Συνέλευσης των Φυλών καθόριζε μόνο ποιος θα ήταν βασιλιάς, αλλά αυτή η πράξη δεν τού απένειμε την εξουσία. Ως εκ τούτου, ο ίδιος ο βασιλιάς πρότεινε στη Συνέλευση των Φυλών ένα νομοσχέδιο, που του παραχωρούσε την απεριόριστη εξουσία (imperium) και η Συνέλευση των Φυλών, ψηφίζοντας υπέρ του νόμου, θα τη χορηγούσε.

Θεωρητικά, ο λαός της Ρώμης εξέλεγε τον αρχηγό του, αλλά η Σύγκλητος είχε τον μεγαλύτερο έλεγχο της διαδικασίας.

Οι επτά βασιλείς της Ρώμης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεδομένου ότι τα αρχεία της Ρώμης καταστράφηκαν το 390 π.Χ., όταν η πόλη λεηλατήθηκε, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πόσοι βασιλείς κυβέρνησαν πραγματικά την πόλη, ή εάν κάποιες από τις πράξεις, που αποδίδονται στους μεμονωμένους βασιλείς από μεταγενέστερους συγγραφείς, είναι ακριβείς.

Ο Τίτος Τάτιος, βασιλιάς των Σαβίνων, ήταν επίσης από κοινού βασιλιάς της Ρώμης με τον Ρωμύλο για πέντε χρόνια, μέχρι το τέλος του. Ωστόσο, παραδοσιακά δεν συγκαταλέγεται στους επτά βασιλείς της Ρώμης.

Όνομα Γέννηση Βασιλεία Διαδοχή
Ρωμύλος π. 770[1] π. 753 – 716 π.Χ.
(37 years)[2][1]
Αφού φόνευσε τον αδελφό του Ρώμο, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς.
Νουμάς Πομπίλιος π. 753 π.Χ.[3] π. 715 – 672 BC
(43 έτη)[2][3]
Μετά το τέλος του Ρωμύλου, εκλέχτηκε βασιλιάς από τη Συνέλευση των Φυλών. Κουνιάδος του Ρωμύλου.[4]
Τύλλος Οστίλιος ??? π. 672 – 640 π.Χ.
(32 έτη)[2]
Έπειτα από το τέλος του Νουμά Πομπίλιου, εξελέγη βασιλιάς.
Άνκος Μάρκιος ??? π. 640 – 616 π.Χ.
(24 years)[2]
Γαμπρός του Τύλλου Οστίλιου,[5] Eγγονός του Νουμά Πομπίλιου, ήταν 5 ετών όταν απεβίωσε εκείνος.[6] Eξελέγη βασιλιάς από τη Συνέλευση των Φυλών, έπειτα από το τέλος του Τύλλου Οστίλιου.
Λεύκιος Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος ??? π. 616 – 578 π.Χ.
(38 έτη)[2]
Έπειτα από το τέλος του Άνκου Μάρκιου, έγινε αντιβασιλιάς, καθώς οι δύο γιοί τού Ά. Μάρκιου ήταν πολύ νέοι. Ωστόσο σύντομα εξελέγη βασιλιάς από τη Συνέλευση των Φυλών. Ήταν ο πρώτος Ετρούσκος βασιλιάς και αρχικά ήταν γνωστός ως Λουκούμο.
Σέρβιος Τύλλιος ??? π. 578 – 534 BC
(44 years)[2]
Γαμπρός του Γ. Ταρκύνιου του Πρεσβύτερου.[7] Κατέλαβε τη βασιλεία, όταν οι γιοί του Άνκου Μάρκιου φόνευσαν τον Ταρκύνιο τον Πρεσβύτερο, με το πρόσχημα ότι συνέχιζε να εξουσιάζει, ενώ ο βασιλιάς είχε αναρρώσει.
Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος ??? π. 534 – 509 π.Χ.
(25 έτη)[2]
Γιός ή εγγονός του Λεύκιος Ταρκύνιου του Πρεσβύτερου. Κατέλαβε τη βασιλεία έπειτα από τον φόνο του Σέρβιου Τύλλιου, που αυτός και η σύζυγός του (κόρη του Τύλλιου) βοήθησαν να ενορχηστρωθεί.

Γενεαλογία των βασιλέων της Ρώμης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δάρδανος
ΟΙΚΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΥ
Ίλος του Δαρδάνου
ιδρυτής της Τροίας
Τρως
Ίλος του ΤρώαΑσσάρακοςΓανυμήδης
Κάπυς
ΠρίαμοςΑγχίσης
Αφροδίτη
θεά της Ομορφιάς
Λατίνος
1.ΚρέουσαΑινείας2.Λαβίνια
(1) Σύλβιος Πόστουμος
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
(2) Ασκάνιος / Ίουλος
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
8 γενεέςΙΟΥΛΙΑ ΓΕΝΕΑ
Ρωμύλος Σίλβιος
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
Αβεντίνος
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
Πρόκας
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
Νουμίτωρ
βασ. της Άλμπα Λόνγκα
Αμούλιος
Ρέα ΣιλβίαΆρης (Mars)
θεός του Πολέμου
ΟΙΚΟΣ ΑΡΕΩΣ
Όστος Οστίλιος
στρατιωτικός
ΟΙΚΟΣ ΟΣΤΙΛΙΟΥ
ΕρσιλίαΡωμύλος
1oς βασιλιάς της Ρώμης
ΡώμοςΤίτος Τάτιος
βασ. των Σαβίνων
ΟΙΚΟΣ ΤΑΤΙΟΥ
γιοςΝουμάς Μάρκιος
μέγιστος αρχιερέας
Νουμάς Πομπίλιος
2ος βασ. της Ρώμης
ΟΙΚΟΣ ΠΟΜΠΙΛΙΟΥ
Τατία
Τύλλος Οστίλιος
3ος βασ. της Ρώμης
Μάρκιος
ΟΙΚΟΣ ΜΑΡΚΙΟΥ
ΠομπιλίαΝουμάς
Πομπιλία γενεά
Πόμπος
Πομπονία γενεά
Μαμέρκος
Αιμιλία γενεά
ΟστιλίαΆνκος Μάρκιος
4ος βασ. της Ρώμης
Δημάρατος της Κορίνθου
ΟΙΚΟΣ ΒΑΚΧΙΑΔΩΝ
TAΡΚΥΝΙΩΝ
δύο γιοίΛεύκιος Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος
5ος βασ. της Ρώμης
∞ Τανακίλα
Αρρούν Ταρκύνιος
Ταρκυνία
Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος
1ος ύπατος
ΟΙΚΟΣ ΙΟΥΝΙΩΝ ΒΡΟΥΤΩΝ
Ταρκυνία
Σέρβιος Τύλλιος
6ος βασ. της Ρώμης
ΟΙΚΟΣ ΤΥΛΛΙΩΝ
Λεύκιος Ταρκύνιος ο Υπερήφανος
7ος βασ. της Ρώμης
Εγέριος
Τίτος, Τιβέριος
[Ιούνιοι Βρούτοι]
Τυλλία η ΝεότερηΑρρούν, Τίτος, Σέξτος
[Ταρκύνιοι]
Λεύκιος Ταρκύνιος Κολλατίνος
1ος ύπατος
Λουκρητία

Κατά τη Δημοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανατροπή της ρωμαϊκής μοναρχίας του Tαρτύνιου του Υπερήφανου (Superbus) οδήγησε σε (περιορισμένο) διαχωρισμό των δύο εξουσιών, που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Ο πραγματικός τίτλος του βασιλιά διατηρήθηκε με τον ιερό βασιλιά (rex sacrorum), ο οποίος επίσημα παρέμεινε ο πρώτος ιερέας της Ρώμης. Του απαγορευόταν οποιαδήποτε πολιτική ή στρατιωτική σταδιοδρομία, εκτός από μια θέση στη Σύγκλητο. Ωστόσο η επιθυμία των Ρωμαίων να αποτρέψουν τη βασιλεία από το να γίνει σημαντική, έφτασε τόσο μακριά, που -ακόμη και στον τομέα της θρησκείας- ο βασιλιάς των θυσιών υπαγόταν σε όλα (εκτός από το πρωτόκολλο) στον πρώτο από τους αρχιερείς, τον μέγιστο αρχιερέα (pontifex maximus) (του οποίου η θέση, παρά το όνομα του ιερέα, περιγράφεται καλύτερα ως «υπουργός θρησκείας»), στον βαθμό που σε κάποιο σημείο της ιστορίας, το βασιλικό ανάκτορο (Regia) στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), που αρχικά κατοικείτο από τον βασιλιά των θυσιών, παραχωρήθηκε στον μέγιστο αρχιερέα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι μία από τις σημαντικότερες δημόσιες εμφανίσεις του ήταν στον εορτασμό της φυγής του Βασιλιά (Regifugium), όπου υποδυόταν τον βασιλιά που διέφευγε έξω από την πόλη. Επιπλέον οι ύπατοι διατήρησαν θρησκευτικούς ρόλους, που θεωρούνταν τόσο σημαντικοί, που το αξίωμα του μεσοβασιλιά διατηρήθηκε για την εναρκτήρια προσευχή των "εκλογικών" συνελεύσεων, σε περίπτωση που και οι δύο ύπατοι απεβίωναν στην εξουσία, και το τελετουργικό της πομπής ενός ήλου στον ναό του Δία μερικές φορές μπορούσε να επιφέρει ακόμη δικτατορία. Ο ιερός βασιλιάς δεν εκλεγόταν από τον λαό, αλλά επιλεγόταν από τον σύλλογο των αρχιερέων.

Ο βασιλιάς των θυσιών διατήρησε ορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες που μόνο αυτός μπορούσε να εκτελέσει και ενεργούσε ως οιωνεί ιερέας (flamen) στον Ιανό. Η θέση φαίνεται ότι συνέχισε να υπάρχει, μέχρι την επίσημη υιοθέτηση της χριστιανικής θρησκείας. Για να πληρεί τις προϋποθέσεις για το αξίωμα, η καταγωγή πατρικίου ήταν απαραίτητη. Ωστόσο, κάποτε εξελέγη ένας από τους πληβείους, το Mάρκιο γένος, κερδίζοντας για το ίδιον και τους απογόνους του το επίθετο (cognomen) Rex.

Όπως αναφέρθηκε, οι διοικητικές λειτουργίες στη θρησκεία, συμπεριλαμβανομένης κάποια στιγμή της στέγασης στην αρχαία βασιλική αυλή, παραχωρήθηκαν στον ανώτατο από τους αρχιερείς.

Στην ύστερη Δημοκρατία, ο προηγούμενος ρόλος του βασιλιά στην επιλογή νέων συγκλητικών και την απόλυση ανθρώπων από τη Σύγκλητο παραχωρήθηκε στους τιμητές (censors). Ωστόσο, ο ρόλος της επιλογής των συγκλητικών έγινε μάλλον περιορισμένος, καθώς όλοι οι αξιωματούχοι μέχρι τον βαθμό του ταμία (quaestor) γινόταν τελικά δεκτοί στη Σύγκλητο μετά τη λήξη του αξιώματός τους.

Η σύγχρονη έννοια του αρχηγού κράτους, όσον αφορά τους δημοκρατικούς χρόνους με εξαίρεση τις δικτατορίες, δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε ρωμαϊκές αντιλήψεις. Οι περισσότερες άλλες εξουσίες -όπως το imperium- παραχωρήθηκαν στους υπάτους (η ετυμολογία υποδηλώνει, ότι αυτοί ήταν αρχικά οι κύριοι σύμβουλοι του βασιλιά) και στους πραίτορες ("ηγέτες") μετά τη δημιουργία αυτού του αξιώματος (περί το 367, σύμφωνα με τον Λίβιο), διαχωρίζοντας έτσι τουλάχιστον κατά προσέγγιση τη δικαστική από την εκτελεστική εξουσία. Σύμφωνα με την παράδοση (που αμφισβητείται από τους ιστορικούς τις πρώτες δεκαετίες), την υπατεία ανέθεταν πάντα σε δύο άτομα, για να αποτρέψουν τη μονοκρατορία. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, καθιερώθηκε η εξουσία διορισμού δικτάτορα για εξάμηνη θητεία. Αργότερα, οι ανθύπατοι και οι αντιπραίτορες θα μπορούσαν να λάβουν την απεριόριστη εξουσία (imperium) με εντολή της Συγκλήτου. Όποιος χρησιμοποιούσε το imperium για να ηγηθεί νικηφόρα έναν στρατό, μπορούσε να αποκτήσει τον τίτλο του αυτοκράτορα (imperator), ο οποίος αργότερα έγινε ο κύριος τίτλος των ηγεμόνων, οι οποίοι επισήμως συμπεριλήφθηκαν στο σύστημα αξιωμάτων ως ανθύπατοι στις περισσότερες (και τις στρατηγικά πιο σημαντικές) επαρχίες της αυτοκρατορίας, επικεφαλής συγκλητικοί, και τριβούνοι του λαού χωρίς τον τίτλο. Η ρεπουμπλικανική ιδέα ότι κάθε promagisterial imperium τελειώνει με την είσοδο στην πόλη, δεν τηρείτο στην περίπτωση των αυτοκρατόρων.

Ταυτόχρονα, η νομοθεσία πέρασε πρακτικά από τη Συνέλευση των Φυλών στη Συνέλευση των Εκατό (Centuriatum) -και στη Συνέλευση των Φυλών-, με εξαίρεση την τυπικότητα, λίγο πολύ, ενός lex curiata de imperio, που επικύρωνε τις εκλογές της προηγούμενης Συνέλευσης των Εκατό. Ωστόσο οι ύπατοι διατήρησαν την εξουσία να κυβερνούν με διατάγματα.

  1. 1,0 1,1 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Romulus
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Livy, ab urbe condita libri, I
  3. 3,0 3,1 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Numa
  4. Η σύζυγος του Ρωμύλου, Ερσιλία, είχε αδελφή της Τατία, που παντρεύτηκε τον Ν. Πομπίλιο. Και οι δύο ήταν κόρες του Τίτου Τάτιου, βασιλιά των Σαβίνων.
  5. νυμφεύτηκε την κόρη εκείνου, Οστιλία.
  6. Plutach's Parallel Lives vol. 1 p. 379
  7. Τ. Λίβιος, Από κτίσεως Ρώμης (Αb urbe condita) 1.39.
  • Outline of Roman History William C. Morey, Ph.D., D.C.L. New York, Cincinnati, Chicago: American Book Company (1901)
  • Married his daughter, Hostilia
  • Plutach's Parallel Lives vol. 1 p. 379
  • Livy, Ab urbe condita, 1.39.
  • Gary Forsythe, A Critical History of Early Rome: From Prehistory to the First Punic War (University of California Press, 2005), p. 136 online.