singular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός singular
συγκριτικός more singular
υπερθετικός most singular

singular (en)

  1. (γραμματική) ενικός
    ⮡  a singular noun - ουσιαστικό ενικού αριθμού
  2. (επίσημο) ξεχωριστός, πολύ μεγάλο ή προφανές
    ⮡  He showed a singular interest.
    Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον.
  3. (λογοτεχνικό) εξαιρετικός, μοναδικός, που δεν είναι σύνηθες
    ⮡  a man of singular courage/honesty - άνθρωπος με εξαιρετικό θάρρος/μοναδική εντιμότητας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

singular (en) (μόνο ενικός)

  • (γραμματική) ο ενικός (αριθμός)
    ⮡  ⮡  the third person singular of a verb - το τρίτο ενικό ενός ρήματος
    ⮡  Certain nouns are used only or mainly in the singular.
    Ορισμένα ονόματα συνηθίζονται μόνο ή προπάντων στον ενικό αριθμό.
    ⮡  Speak to me in the singular.
    Μίλα μου στον ενικό.