more

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: More

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ(ɹ)/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

more (en)

  • περισσότερος, συγκριτικός βαθμός του much, many και a lot
    ⮡  The more the merrier.
    Όσο περισσότεροι είμαστε τόσο το καλύτερο.
    ⮡  The more you study, the more you learn.
    Όσο περισσότερο μελετάς τόσο περισσότερα μαθαίνεις.
    ⮡  I wish I knew more about this issue.
    Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι' αυτή την υπόθεση.
    ⮡  Is that enough or do you want more?
    Φτάνει τόσο ή θες περισσότερο;
    ⮡  More than half agreed.
    Οι περισσότεροι από τους μισούς συμφώνησαν.
    ⮡  It’s worth more than what I paid.
    Αξίζει περισσότερα απ' ό,τι πλήρωσα.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

more (en)

  1. πιο, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τη συγκριτική των περισσότερων επιθέτων και επιρρημάτων
    ⮡  She is more beautiful than you.
    Είναι πιο όμορφη από σένα.
    ⮡  more interesting/more easily - πιο ενδιαφέρον/πιο εύκολα
  2. περισσότερο, ακόμη, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάτι άλλο
    ⮡  I like the film more than the book.
    Μου αρέσει περισσότερο η ταινία παρά το βιβλίο.
    ⮡  I love him more than you.
    Τον αγαπώ περισσότερο από σένα.
    ⮡  What do you like more, this or that?
    Τι σας αρέσει περισσότερο, αυτό ή εκείνο;
    ⮡  They all agreed, some more and others less.
    Συμφώνησαν όλοι, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο.
    ⮡  He was shivering, more out of fear than from the cold.
    Έτρεμε, περισσότερο από το φόβο του παρά από το κρύο.
    ⮡  His failure is due more to his lack of experience than his ignorance.
    Η αποτυχία του οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη πείρας παρά στην άγνοια.
    ⮡  Lower the frame a little more.
    Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
  3. άλλο πια, παραπάνω, ξανά
    ⮡  no more - όχι άλλο πια
    ⮡  once more (=one more time) - άλλη μια φορά
    ⮡  I don’t see him any more.
    Δεν τον βλέπω πια.
    ⮡  I can’t eat any more.
    Δεν μπορώ να φάω παραπάνω.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

more (en)

  • περισσότερος, ακόμα, άλλος, συγκριτικός βαθμός του much, many και a lot
    ⮡  He has more books/money than me/than I do.
    Έχει περισσότερα βιβλία/χρήματα από μένα.
    ⮡  He spoke for more than an hour.
    Μίλησε περισσότερο από μία ώρα.
    ⮡  With a little more effort, you will succeed.
    Με λίγο περισσότερο κόπο θα τα καταφέρεις.
    ⮡  Give me more light!
    Δώσε μου περισσότερο φως!
    ⮡  If you score one more point, we win.
    Αν σκοράρεις έναν ακόμα πόντο, κερδίζουμε.
    ⮡  Do you want a little more tea?
    Θέλετε λίγο τσάι ακόμη;
    ⮡  I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
    Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
    ⮡  We have six more workers than we need.
    Μας περισσεύουν έξι εργάτες.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

more (bs)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

more (hr) ουδέτερο


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

more (sr)

  • λατινική γραφή του море


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

more (sk) ουδέτερο