decent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | decent |
συγκριτικός | more decent |
υπερθετικός | most decent |
Επίθετο
[επεξεργασία]decent (en)
- ικανοποιητικός, αξιοπρεπής, που έχει αρκετά καλό επίπεδο ή ποιότητα
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was decent.
- Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
- ⮡ He has a decent salary that allows him to live comfortably.
- Έχει έναν αξιοπρεπή μισθό που του επιτρέπει να ζει άνετα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was decent.
- έντιμος, αξιοπρεπής, κόσμιος, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους
- ⮡ The manager is a decent person who cares about his employees.
- Ο διευθυντής είναι ένας έντιμος άνθρωπος που νοιάζεται για τους υπαλλήλους του.
- ⮡ Her behavior was decent, even during difficult times.
- Η συμπεριφορά της ήταν αξιοπρεπής, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές.
- ⮡ A decent person knows how to treat others with respect.
- Ένας κόσμιος άνθρωπος ξέρει πώς να φέρεται με σεβασμό στους άλλους.
- ⮡ The manager is a decent person who cares about his employees.
- κόσμιος, που είναι αποδεκτό από άτομα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ His attire was decent, as the occasion required.
- Το ντύσιμό του ήταν κόσμιο, όπως απαιτούσε η περίσταση.
- ⮡ Please use decent language in the discussion.
- Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε κόσμια γλώσσα στη συζήτηση.
- ⮡ His attire was decent, as the occasion required.