decent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός decent
συγκριτικός more decent
υπερθετικός most decent

Επίθετο

[επεξεργασία]

decent (en)

  1. ικανοποιητικός, αξιοπρεπής, που έχει αρκετά καλό επίπεδο ή ποιότητα
    ⮡  It wasn’t anything extraordinary but it was decent.
    Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
    ⮡  He has a decent salary that allows him to live comfortably.
    Έχει έναν αξιοπρεπή μισθό που του επιτρέπει να ζει άνετα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  2. έντιμος, αξιοπρεπής, κόσμιος, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους
    ⮡  The manager is a decent person who cares about his employees.
    Ο διευθυντής είναι ένας έντιμος άνθρωπος που νοιάζεται για τους υπαλλήλους του.
    ⮡  Her behavior was decent, even during difficult times.
    Η συμπεριφορά της ήταν αξιοπρεπής, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές.
    ⮡  A decent person knows how to treat others with respect.
    Ένας κόσμιος άνθρωπος ξέρει πώς να φέρεται με σεβασμό στους άλλους.
  3. κόσμιος, που είναι αποδεκτό από άτομα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  His attire was decent, as the occasion required.
    Το ντύσιμό του ήταν κόσμιο, όπως απαιτούσε η περίσταση.
    ⮡  Please use decent language in the discussion.
    Παρακαλώ να χρησιμοποιείτε κόσμια γλώσσα στη συζήτηση.