at
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]at (en)
- σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού είναι κάτι ή κάποιος ή πού συμβαίνει κάτι
- ↪ There was no one at home.
- Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς.
- ↪ They are not sitting at the table for food.
- Δεν κάθονται στο τραπέζι για φαγητό.
- ↪ I am at the store, do you want anything?
- Είμαι στο μαγαζί, θέλεις τίποτα;
- ↪ My friends are at the beach now.
- Οι φίλοι μου είναι στην παραλία τώρα.
- ↪ I forgot my book at home.
- Ξέχασα το βιβλίο μου στο σπίτι.
- ↪ I saw him at church.
- Τον είδα στην εκκλησία.
- ↪ There was no one at home.
- σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού εργάζεται ή σπουδάζει κάποιος
- ↪ I work at an office/at an insurance company.
- Δουλεύω σε ένα γραφείο/σε μια ασφαλιστική εταιρία.
- ↪ She is studying painting at the School of Fine Arts.
- Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών.
- ↪ I work at an office/at an insurance company.
- σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ώρα που συμβαίνει κάτι
- ↪ I will meet you at ten.
- Θα σε συναντήσω στις δέκα.
- ↪ She has an appointment at five.
- Έχει ραντεβού στις πέντε.
- ↪ At the beginning/at the end of summer.
- Στην αρχή/στο τέλος του καλοκαιριού.
- ↪ I like to look at the stars at night.
- Μου αρέσει να βλέπω τα αστέρια τη νύχτα.
- ↪ They came at noon and left at midnight.
- Ήρθαν το μεσημέρι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα.
- ↪ I will meet you at ten.
- σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ηλικία στην οποία κάποιος κάνει κάτι
- ↪ He married at the age of 30.
- Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
- ↪ He married at the age of 30.
- προς, πάνω, καταπάνω, δηλώνει κατεύθυνση
- ↪ I am looking at the sea/the sky.
- Βλέπω προς τη θάλασσα/τον ουρανό.
- ↪ The firefighters pointed their hoses at the flames.
- Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
- ↪ He rushed at me.
- Όρμησε πάνω μου/κατ' επάνω μου
- ↪ He pointed his flashlight at me.
- Γύρισε το φακό του καταπάνω μου.
- ↪ Look at me!
- Κοίταξέ με!
- ≈ συνώνυμα: toward
- ↪ I am looking at the sea/the sky.
- με, προς, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ρυθμό, ταχύτητα, τιμή, κτλ.
- ↪ He lends at ten percent.
- Δανείζει με δέκα τα εκατό.
- ↪ We sell them at 10 euros a kilo
- Πουλάμε προς 10 ευρώ το κιλό.
- ↪ He lends at ten percent.
- κατά (τη διάρκεια)
- με
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιούμε την πρόθεση at για να αναφέρομε στο night γενικά αλλά χρησιμοποιούμε την πρόθεση in για να αναφέρομε στο morning, afternoon, και evening γενικά
- ↪ I cannot read at
innight.- Δεν μπορώ να διαβάσω τη νύχτα.
- ↪ I eat breakfast in
atthe morning.- Τρώω πρωινό το πρωί.
- ↪ I cannot read at
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]at (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- at - Oxford Learner's Dictionaries
- Cambridge Dictionary: At, on and in (time)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 315, 361, 744. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, (ε)πάνω, ηλικία, προς
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- at < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]at (az)
- (θηλαστικό ζώο) το άλογο
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του at
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | at | atlar |
αιτιατική | atı | atları |
δοτική | ata | atlara |
τοπική | atda | atlarda |
αφαιρετική | atdan | atlardan |
γενική | atın | atların |
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- at < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آت (at) < παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)[1] < (κληρονομημένο) πρωτοτουρκική *at, *ăt (άλογο)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]at (tr)
- (θηλαστικό ζώο) το άλογο
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του at
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | at | atlar |
αιτιατική | atı | atları |
δοτική | ata | atlara |
τοπική | atta | atlarda |
αφαιρετική | attan | atlardan |
γενική | atın | atların |
κτητικές μορφές του at
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atım | atlarım |
... σου | atın | atların |
... του | atı | atları |
... μας | atımız | atlarımız |
... σας | atınız | atlarınız |
... τους | atları | atları |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atımı | atlarımı |
... σου | atını | atlarını |
... του | atını | atlarını |
... μας | atımızı | atlarımızı |
... σας | atınızı | atlarınızı |
... τους | atlarını | atlarını |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atıma | atlarıma |
... σου | atına | atlarına |
... του | atına | atlarına |
... μας | atımıza | atlarımıza |
... σας | atınıza | atlarınıza |
... τους | atlarına | atlarına |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atımda | atlarımda |
... σου | atında | atlarında |
... του | atında | atlarında |
... μας | atımızda | atlarımızda |
... σας | atınızda | atlarınızda |
... τους | atlarında | atlarında |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atımdan | atlarımdan |
... σου | atından | atlarından |
... του | atından | atlarından |
... μας | atımızdan | atlarımızdan |
... σας | atınızdan | atlarınızdan |
... τους | atlarından | atlarından |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | atımın | atlarımın |
... σου | atının | atlarının |
... του | atının | atlarının |
... μας | atımızın | atlarımızın |
... σας | atınızın | atlarınızın |
... τους | atlarının | atlarının |
κλίση του at (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | atım | atlarım* |
είσαι | atsın | atlarsın* |
είναι | at / attır | atlar* / atlardır* |
είμαστε | atız | atlarız |
είστε | atsınız | atlarsınız |
είναι | atlar | atlardır |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | attım | atlardım* |
ήσουν | attın | atlardın* |
ήταν | attı | atlardı* |
ήμασταν | attık | atlardık |
ήσασταν | attınız | atlardınız |
ήταν | attı(lar) | atlardı |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | atmışım | atlarmışım* |
ήσουν | atmışsın | atlarmışsın* |
ήταν | atmış | atlarmış* |
ήμασταν | atmışız | atlarmışız |
ήσασταν | atmışsınız | atlarmışsınız |
ήταν | atmış(lar) | atlarmış |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ at - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Προθέσεις (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά τουρκικά (αζεριανά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (αζεριανά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αζεριανά)
- Αζεριανή γλώσσα
- Ουσιαστικά (αζεριανά)
- Θηλαστικά (αζεριανά)
- Ζώα (αζεριανά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (τουρκικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοτουρκική (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (τουρκικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Θηλαστικά (τουρκικά)
- Ζώα (τουρκικά)