φίλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φίλος | η | φίλη | το | φίλο |
γενική | του | φίλου | της | φίλης | του | φίλου |
αιτιατική | τον | φίλο | τη | φίλη | το | φίλο |
κλητική | φίλε | φίλη | φίλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φίλοι | οι | φίλες | τα | φίλα |
γενική | των | φίλων | των | φίλων | των | φίλων |
αιτιατική | τους | φίλους | τις | φίλες | τα | φίλα |
κλητική | φίλοι | φίλες | φίλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φίλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φίλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰil-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φί‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]φίλος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που συνδέεται με κάποιον με δεσμούς φιλίας, συμπάθειας, εκτίμησης κ.λπ.
- ⮡ οι φίλοι ακροατές μπορούν να παρεμβαίνουν στη συζήτηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φίλος | οι | φίλοι |
γενική | του | φίλου | των | φίλων |
αιτιατική | τον | φίλο | τους | φίλους |
κλητική | φίλε | φίλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φίλος αρσενικό (θηλυκό φίλη)
- πρόσωπο με το οποίο συνδέεται κανείς με σχέση αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης, χωρίς κατ' ανάγκη να υπάρχει συγγένεια ή ερωτικό ενδιαφέρον
- ⮡ μου στάθηκε πάντα καλός φίλος
- (κατ’ επέκταση) πρόσωπο με το οποίο κάνει κάποιος παρέα
- ερωτικός σύντροφος, εραστής, γκόμενος
- ⮡ η γυναίκα του βρήκε φίλο
- πρόσωπο που συμπαθεί, ευνοεί ή υποστηρίζει κάτι
- ⮡ φίλος των γραμμάτων
- όποιος ή οτιδήποτε υποβοηθεί, είναι χρήσιμο(ς)
- ⮡ η τεχνολογία είναι φίλος του ανθρώπου
- (οικείο) για να δηλωθεί πρόσωπο το όνομα του οποίου είναι άγνωστο
- ⮡ ωραία τα λέει ο φίλος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- φιλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φιλο- στο Βικιλεξικό
- -φιλος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φιλος στο Βικιλεξικό
Παροιμίες
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φίλος στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φίλος
Πηγές
[επεξεργασία]- φίλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φίλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰil- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]φίλος, -η, -ον και -ος, -ος, -ον. Παραθετικά: φιλίων, φίλιστος -φίλτερος, φίλτατος (δωρικός τύπος, φίντατος)-φιλαίτερος/φιλώτερος, φιλαίτατος - μᾶλλον φίλος, μάλιστα φίλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φίλος | οἱ | φίλοι |
γενική | τοῦ | φίλου | τῶν | φίλων |
δοτική | τῷ | φίλῳ | τοῖς | φίλοις |
αιτιατική | τὸν | φίλον | τοὺς | φίλους |
κλητική ὦ! | φίλε | φίλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φίλος
- ο συγγενής
- ⮡ κουρίδιος φίλος : ο σύζυγος
- ⮡ φίλην ἄγεσθαι : η απόκτηση (γυναίκας) συζύγου
- ο φίλος, ο σύντροφος, ο οικείος, ο σύμμαχος
- η φίλη : αγαπημένη, ερωμένη
- το φίλον : αντικείμενο αγάπης και προτίμησης. Απαντάται και το φῖλος, τοῦ φίλεος (η φιλία)
- ⮡ το φίλον σέβεσθαι (να σεβόμαστε αυτό που εκτιμά η πόλη)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- φιλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φιλο- στο Βικιλεξικό
- -φιλος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φιλος στο Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- φίλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φίλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)