κινεζικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κινεζικά | ||
γενική | των | κινεζικών | ||
αιτιατική | τα | κινεζικά | ||
κλητική | κινεζικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κινεζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κινεζικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κινεζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κινεζική γλώσσα που μιλιέται στην Κίνα, η γλώσσα των Χαν, κυρίως η μανδαρίνικη ποικιλία, με ιστορία 3.000 χρόνων. Μιλιέται από πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Γράφεται με λογογραφικό σύστημα γραφής απλοποιημένη ή παραδοσιακή αλλά και με λατινικούς χαρακτήρες (πινγίν).
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κινέζικα (οικείο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η κινεζική γλώσσα
|
Επίρρημα
[επεξεργασία]κινεζικά
- με κινέζικο (κινεζικό) τρόπο
- α λα κινεζικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κινεζικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κινεζικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)