λόφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λόφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόφος οι λόφοι
      γενική του λόφου των λόφων
    αιτιατική τον λόφο τους λόφους
     κλητική λόφε λόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δάσος πάνω σε λόφο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λόφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λόφος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λό‐φος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λόφος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λόφος οἱ λόφοι
      γενική τοῦ λόφου τῶν λόφων
      δοτική τῷ λόφ τοῖς λόφοις
    αιτιατική τὸν λόφον τοὺς λόφους
     κλητική ! λόφε λόφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λόφω
γεν-δοτ τοῖν  λόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

λόφος < λέπω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λόφος, -ου αρσενικό

  1. (ανατομία, ανθρώπινο σώμα, για άνθρωπο) το πίσω μέρος του αυχένα, σβέρκος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 292 (στίχοι 291-292)
    οὐδ᾽ ὑπὸ ζυγῷ | λόφον δικαίως εἶχον, ὡς στέργειν ἐμέ.
    κι ούτε εννοούσαν στο ζυγό να σκύψουν | τον τράχηλο, όπως απαιτεί το δίκιο, και να με στρέγουν·
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
  2. τράχηλος υποζυγίου
  3. (για άλογο) χαίτη
  4. (για τον πετεινό) λειρί
  5. το λοφίο της περικεφαλαίας
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 124 (στίχοι 122-124)
    αὐτὸς δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, | κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, | ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
    Μετά στους ώμους πέρασε σάκος τετράδιπλο, φόρεσε | στο περήφανο κεφάλι περικεφαλαία με αλογίσια ουρά, | που η φούντα της στην κορυφή ανεμίζοντας φοβέριζε,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 171.4
    καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες
    το να προσδένουν δηλαδή οι Έλληνες στις περικεφαλαίες τους λοφία, είναι οι Κάρες που τους το έμαθαν·
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 76.1
    πρὸς δὲ τοῖσι κράνεσι ὦτά τε καὶ κέρεα προσῆν βοὸς χάλκεα, ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι· τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο.
    και φορούσε στο κεφάλι χάλκινο κράνος που επάνω του είχαν κολλήσει χάλκινα αυτιά και κέρατα βοδιών και το σκέπαζε λοφίο· τις κνήμες των ποδιών τους τις είχαν τυλιγμένες με λωρίδες κόκκινο ύφασμα.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  6. το λοφίο του πετεινού ή άλλων πουλιών
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Σιμωνίδης ο Κείος, ΚΑΤΕΥΧΑΙ, απόσπασμα 538
    χρὴ κορυδαλλίσι | πάσηισιν ἐμφῦναι λόφον
    Κάθε κορυδαλλός | δεν μπορεί παρά να έχει λοφίο.
    Μετάφραση: Ι. Ν. Καζάζης, @greek-language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 279
    ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
    Κι άλλο εκεί πουλί· νά, παίρνει το λοφίο και κάθεται.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1178 (1177-1178)
    ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν | τοὺς λόφους σείων·
    σαν αλογοκόκορας | σειώντας τα λοφία·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  7. η ράχη ενός βουνού, λόφος βουνού
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 5.7
    καὶ ἐξαίφνης ὁρῶσι τοὺς πολεμίους ὑπερβάλλοντας κατὰ λόφους τινὰς ἐκ τοῦ ἐναντίου, τεταγμένους ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς·
    Μα ξαφνικά βλέπουν τους εχθρούς που περνούσαν κάτι λόφους από την απέναντι μεριά, δηλαδή πολλούς ιππείς και πεζούς παραταγμένους για μάχη.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  8. (για ανθρώπους) κοτσίδα, πλεξούδα μαλλιών, λοφίο από μαλλιά στο κεφάλι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 175.1
    τὸ δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Μάκαι, οἳ λόφους κείρονται, τὸ μὲν μέσον τῶν τριχῶν ἀνιέντες αὔξεσθαι, τὰ δὲ ἔνθεν καὶ ἔνθεν κείροντες ἐν χροΐ, ἐς δὲ τὸν πόλεμον στρουθῶν καταγαίων δορὰς φορέουσι προβλήματα.
    αλλά απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς, προς τα δυτικά, ζουν οι Μάκες, που κουρεύονται έτσι που να ᾽χουν λοφίο στο κεφάλι: αφήνουν τις τρίχες που είναι γύρω στην κορυφή να μεγαλώνουν και ξυρίζουν τις γύρω γύρω σύρριζα· και στον πόλεμο φορούν μπροστά στο στήθος τους για προστασία τομάρια στρουθοκαμήλων.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  9. (για μεγάλα ψάρια) το πτερύγιο της ράχης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]