Μετάβαση στο περιεχόμενο

λοφάκι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοφάκι τα λοφάκια
      γενική
    αιτιατική το λοφάκι τα λοφάκια
     κλητική λοφάκι λοφάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λοφάκι < λόφος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λοφάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]