κεφάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφάλι τα κεφάλια
      γενική του κεφαλιού των κεφαλιών
    αιτιατική το κεφάλι τα κεφάλια
     κλητική κεφάλι κεφάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφάλι < αρχαία ελληνική κεφαλή
Ανθρώπινο κεφάλι με ανατομικές λεπτομέρειες.
Ένα κεφάλι τυρί.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφάλι ουδέτερο

  1. το επάνω άκρο του ανθρώπινου σώματος, το οποίο στηρίζεται στον κορμό με το λαιμό
  2. μέτρο σύγκρισης ύψους
    Του ρίχνει ένα κεφάλι (είναι περίπου 30 εκατοστά ψηλότερος)
  3. αριθμός ζώων σε κοπάδια ή ανθρώπων σε συνεστίαση
    έχει τριάντα κεφάλια (γελάδια κ.λπ.)
    Πρέπει να κλείσω τραπέζια στο μαγαζί, πόσα κεφάλια να τους πω να λογαριάσουν;
  4. ο εγκέφαλος, η πνευματική κατάσταση, η σκέψη
    Δε θα συμμετάσχω, γιατί θέλω το κεφάλι μου ήσυχο
    Θα κάνει του κεφαλιού του
  5. ο έξυπνος άνθρωπος, συνήθως με το επίθετο μεγάλο
    Ο Κώστας είναι μεγάλο κεφάλι
  6. η εξουσία, οι επικεφαλής κυριολεκτικά, ειρωνικά ή επικριτικά (με μομφή αναξιότητας της εξουσίας ή αδυναμίας του εξουσιαζομένου), με το ίδιο επίθετο μεγάλο
    Τι να κάνουμε εμείς για την κρίση, εδώ αποφασίζουν τα μεγάλα κεφάλια
  7. κάτι στρογγυλό
    ένα κεφάλι τυρί, το κεφάλι της καρφίτσας


Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • βάζω/κόβω το κεφάλι μου:είμαι εντελώς σίγουρος,
  • κάνω/φτιάχνω κεφάλι: μεθάω ή μαστουρώνω
  • κακό του κεφαλιού του: λέγεται σε περιπτώσεις που θέλουμε να δείξουμε ότι κάποιος ή κάποιο ζώο βλάπτει τον εαυτό του λόγω λανθασμένων επιλογών
  • κάνω του κεφαλιού μου: κάνω παράλογα πράγματα ή σε αντίθεση με τα αποφασισμένα
  • κόβει το κεφάλι κάποιου: είναι έξυπνος
    αφού κατάφερες και το έλυσες αυτό πάει να πει πως κόβει το κεφάλι σου
  • πονάει κεφάλι κόβει κεφάλι:
  • σηκώνω κεφάλι:
    1. αντιδρώ, επαναστατώ
      πολλές φορές σήκωσαν κεφάλι ενάντια στο κράτος γυρεύοντας όλο και περισσότερα προνόμια και μισθούς
    2. σταματάω κάτι που κάνω για πολύ ώρα χωρίς διαλείμματα
      δεν έχει σηκώσει κεφάλι από το πλέξιμο από την ώρα που της είπαν ότι το πλεκτό είναι για τον εγγονό της
  • σπάω το κεφάλι μου: προσπαθώ επίμονα να σκεφτώ ή να θυμηθώ κάτι
    σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ που άφησα τα εισιτήρια
  • σπάω το κεφάλι κάποιου:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

εγκέφαλος, μυαλό

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]