Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαΐνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαΐνι
Σαΐνι (ζωγραφική απεικόνιση)
Σαΐνι (ζωγραφική απεικόνιση)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Vieillot, 1816
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Αστούριος (Accipiter)
Brisson, 1760 M
Είδος: A. brevipes
Διώνυμο
Accipiter brevipes
(Αστούριος ο βραχύπους)

(Severtsov, 1850)

Το Σαΐνι είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter brevipes και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[3][4]

  • Η Ελλάδα έχει την τιμή να φιλοξενεί τους μεγαλύτερους αναπαραγόμενους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, μετά τη Ρωσία,[5] κάτι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένης της περιορισμένης και διάσπαρτης κατανομής του είδους.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σταθερή → [6]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (αγγλικά: hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (αγγλ. falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει τη διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις).

Ο λατινικός όρος brevipes στην επιστημονική ονομασία του είδους προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά brevis «βραχύς, κοντός» + pes, -dis «πους, πόδι» και σημαίνει «αυτός που έχει κοντά πόδια».[7] Η ονοματοδοσία οφείλεται στους κοντούς ταρσούς του πτηνού.[8]

Η επιδεξιότητα και η ευστροφία του στο κυνήγι, έχει αποδοθεί με την ομώνυμη λέξη «σαΐνι», για τον δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο που διακρίνεται για την ευστροφία ή την ικανότητα του να επωφελείται από τις περιστάσεις (ετυμ. < τουρκ. şahin «γεράκι» < περσ. sahin «βασιλικό λευκό πτηνό»[9]).

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Ρώσο εξερευνητή και φυσιοδίφη Ν. Σέβερτσοφ (Nikolai Alekseevich Severtzov, 1827 – 1885), ως Astur brevipes (Βόρονετς, 1850). Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).

Συγγενεύει φυλογενετικά με το είδος Α. badius, στο οποίο ανήκε κάποτε, αλλά τα δύο είδη αναπαράγονται συμπατρικά στην Αρμενία, ενώ υβρίδιο μεταξύ των δύο ειδών έχει καταγραφεί στο Ν. Ισραήλ.[7] Μαζί με τα είδη Α. soloensis και Α. butleri, σχηματίζει διακριτή «ομάδα» (group).[5] Επίσης, σχηματίζει υβρίδιο με το ξεφτέρι.[10]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απαντά σε περιορισμένες περιοχές του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική), αποκλειστικά ως μεταναστευτικό πτηνό.

Στην Ευρασία, ανευρίσκεται ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, μόνο από τα Βαλκάνια και ανατολικότερα, προς Α. Ουκρανία, Τουρκία, Τρανσκαυκασία, ΝΔ. Ρωσία, Ιράκ, Ιράν και Δ. Καζακστάν.

Στην Αφρική, απαντά στα ανατολικοκεντρικά, στο ύψος της Αιθιοπίας, της Σομαλίας και του Σουδάν ως χειμερινός επισκέπτης.[7]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του Accipiter brevipes: Πράσινο = καλοκαιρινός επισκέπτης, Ανοιχτό μπλε = διερχόμενος μετανάστης, Σκούρο μπλε = χειμερινός επισκέπτης

Το σαΐνι είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, δηλαδή σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, ουδέποτε ανευρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι ευρασιατικοί πληθυσμοί είναι αναπαραγωγικοί και μεταναστεύουν στην Αφρική για να διαχειμάσουν. Συγκεκριμένα, αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής τους γύρω στον Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας τον Απρίλιο και τον Μάιο.

Τα σαΐνια ταξιδεύουν κατά σμήνη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρούνται μεγάλες συναθροίσεις (πολλές φορές πάνω από 100 άτομα), σε συγκεκριμένους μεταναστευτικούς «διαδρόμους».[11][12] Μάλιστα, αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί το σαΐνι από το συγγενικό ξεφτέρι -με το οποίο μοιάζει πολύ-, διότι εκείνο ταξιδεύει συνήθως μοναχικά.[13]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιταλία, την Αυστρία και την Πολωνία, το Καμερούν, την Τανζανία και την Κένυα, το Κατάρ και το Ουζμπεκιστάν.[6]

  • Στην Ελλάδα -όπως και στις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες όπου απαντά, το σαΐνι είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, δηλαδή έρχεται και αναπαράγεται τα καλοκαίρια (Μάιος-Σεπτέμβριος) και φεύγει για την Αφρική, όπου διαχειμάζει κυρίως στα υψίπεδα της Αιθιοπίας (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[14][15][16][17] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως σπάνιος διαβατικός επισκέπτης,[14][18] που σημαίνει ότι, σπάνια χρησιμοποιείται ο μεταναστευτικός «διάδρομος» της Μεσογείου.[14]

Το σαΐνι, σε αντίθεση με το συγγενικό ξεφτέρι, προτιμάει τα αραιά, πεδινά δάση πλατύφυλλων φυλλοβόλων, πρόποδες λόφων και βουνοπλαγιές σε ανοικτές περιοχές με χαμηλά υψόμετρα (το πολύ μέχρι 1.000 μ.[11]) και, αρκετές φορές, χαράδρες και απότομες όχθες δίπλα σε ποταμούς, ιδιαίτερα όταν δεν βρίσκεται σε μετανάστευση.[19] Ενίοτε, παρατηρείται κοντά ή και μέσα σε πεδινούς οικισμούς.[7]

Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης κουρνιάζει σε απομονωμένα άλση, χωράφια και οάσεις. Ελάχιστα είναι τα στοιχεία για τα ενδιαιτήματα διαχείμασης, πιθανόν αγκαθωτοί θαμνότοποι στο Σαχέλ, παρά το τροπικό δάσος.[20]

  • Στην Ελλάδα, απαντά σε πεδινές, ανοικτές δασικές τοποθεσίες, παραποτάμια δάση, φυτείες με λεύκες και άλλα παρόμοια ενδιαιτήματα σε παράκτιες πεδιάδες, κοιλάδες ποταμών και χαμηλούς λόφους, μέχρι τα 600 μ., περίπου.[21]
Ενήλικο αρσενικό σαΐνι

Όπως το ξεφτέρι, το σαΐνι είναι μετρίου μεγέθους γεράκι με, μικρό κεφάλι και, μάλλον, κοντές, πλατιές και αμβλείες πτέρυγες. Ωστόσο, είναι μεγαλύτερο από εκείνο, το μεσαίο σε μέγεθος από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter. Εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό (κυρίως χρωματικό), με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα κατά 8% περίπου, η διαφορά όμως αυτή δεν είναι τόσο έντονη όσο στο ξεφτέρι. Γενικά, μοιάζει πολύ με το ξεφτέρι αν και οι πιο οξύληκτες φτερούγες που διαθέτει, τού δίνουν την αίσθηση ενός γνήσιου «γερακιού».

Οι πτέρυγες είναι στενότερες και πιο αιχμηρές από του ξεφτεριού και η ουρά ελαφρώς κοντύτερη. Στα ενήλικα άτομα, η κάτω επιφάνεια των πτερύγων εμφανίζεται κατά την πτήση ανοικτόχρωμη, σχεδόν λευκή, χωρίς ραβδώσεις (αντίθεση με το ξεφτέρι και το διπλοσάινο, ιδιαίτερα στα αρσενικά, ενώ οι άκρες τους είναι μαυριδερές (πιο σκούρες στα θηλυκά). Ωστόσο, σε κοντινή παρατήρηση, είναι εμφανείς οι κιτρινομπέζ λεπτές ρίγες, που υπάρχουν και στα δύο συγγενικά είδη. Αντίθετα, η ουρά έχει περισσότερες μπάρες (6-8) από του ξεφτεριού (4-5), με τελική, ευρύτερη μπάρα.

Το πάνω μέρος του σώματος είναι κυανόγκριζο στα αρσενικά και γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου στα θηλυκά. Στα ενήλικα θηλυκά και στα νεαρά άτομα υπάρχει λεπτή, σκούρα κεντρική λωρίδα στην περιοχή του λάρυγγα, όχι πάντοτε εμφανής. Από κοντά, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων είναι η χαρακτηριστική, σκούρα -συνήθως κόκκινη- ίριδα και οι απόλυτα γκρίζες πλευρές του κεςφαλιού, χωρίς λευκή υπεροφθάλμια λωρίδα όπως στο ξεφτέρι και το διπλοσάινο. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία είναι, επίσης, το έντονα κίτρινο κήρωμα και οι παχύτεροι ταρσοί σε σχέση με το ξεφτέρι.

Αρσενικό: Ράχη και παρειές ανοικτό γκρίζο ή κυανόγκριζο χρώμα, κοιλιά ανοικτόχρωμη, σχεδόν άσπρη, με πολύ διακριτικές οριζόντιες πορτοκαλί ρίγες (λιγότερο έντονες απ’ότι στο ξεφτέρι.

Θηλυκό: Ράχη και παρειές γκρίζο ή καφέ-γκρίζο χρώμα, λαιμός με καφέ κηλίδες ή σκούρα λωρίδα, κοιλιά σαν του αρσενικού, αλλά με μεγαλύτερη αντίθεση μεταξύ του ανοικτόχρωμου κάτω μέρους των πτερύγων και των σκούρων άκρων τους.

Τα νεαρά άτομα είναι σκούρα καφέ στο πάνω μέρος, με κάπως πιο σκούρα άκρα στις πτέρυγες, στοιχείο διακριτό στο έντονο φως. Πέρα από τη λωρίδα στον λάρυγγα, έχουν κάθετες ραβδώσεις ή κηλίδες σε σχήμα σταγόνας στο στήθος και μοιάζουν περισσότερο με νεαρά διπλοσάινα, παρά με νεαρά ξεφτέρια.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (30-) 33 έως 37 (-39) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (60-) 67 έως 74 (-79) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 21 έως 23 εκατοστά, ♀ 22,5 έως 24,5 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 4,5 έως 5,5 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Μήκος ουράς: ♂ (14-) 14,5 έως 16 εκατοστά, ♀ 15,5 έως 17,5 (-19) εκατοστά
  • Βάρος: ♂ (135-) 155 έως 275 γραμμάρια, ♀ 183 έως 232 (-290) γραμμάρια

(Πηγές:[5][7][13][15][22][23][24][25][26][27])

Ενήλικο σαΐνι εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Το σαΐνι τρέφεται κυρίως με σαύρες και μεγάλα έντομα, όπως ακρίδες, σκαθάρια, τζιτζίκια και λιβελούλες. Επίσης με μικρά πτηνά, κυρίως σπουργίτια και μικρά θηλαστικά -κυρίως ποντίκια- [7] και νυχτερίδες. Τα έντομα αποτελούν τη βασική τροφή των νεοσσών.[28]. Η τεχνική θήρευσης που χρησιμοποιεί μοιάζει με εκείνη του ξεφτεριού. Κυνηγάει συνήθως με απότομες, σχεδόν κάθετες εφορμήσεις από κλαδιά-παρατηρητήρια, αιφνιδιάζοντας το θήραμα.

Τα σαΐνια είναι συνήθως μοναχικά, αλλά μπορούν να κυνηγούν κατά ζεύγη. Μερικές φορές δραστηριοποιούνται στο λυκόφως ενώ συχνά μεταναστεύουν τη νύχτα.[11] Τότε, σχηματίζουν μεγάλα σμήνη, από 20-100 ζευγάρια, σπανιότερα από 1.000-2.000 ζευγάρια, ιδιαίτερα στην περιοχή του Ισραήλ. Τα πουλιά που αποδημούν κουρνιάζουν ομαδικά σε δένδρα, αλλά στις ερημικές περιοχές ακόμη και στο έδαφος.[5]

Αυγό σαϊνιού

Η περίοδος φωλιάσματος είναι, γενικά, από τα μέσα Μαΐου μέχρι τον Αύγουστο και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[29] Φωλιάζει σε πλατύφυλλα φυλλοβόλα δέντρα, 5-10 μ. από το έδαφος. Η φωλιά είναι μια μικρή και ρηχή (15 εκ. περίπου) κατασκευή από ξερόκλαδα, επιστρωμένη με νωπά φύλλα. Τοποθετείται στη διχάλα ενός δένδρου ή σε ένα μεγάλο κλαδί του. Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 5, ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 40,5 Χ 31,5 χιλιοστών. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 30-35 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και τη διατροφή τους αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-45 ημέρες, αλλά παραμένουν κοντά στους γονείς τους για 2 εβδομάδες, περαιτέρω.[19][29]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νεαρό σαΐνι στη Σερβία

Η κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι γενικά καλή. Οι κίνδυνοι είναι εκείνοι που αφορούν σε όλα τα αρπακτικά πτηνά, κυρίως δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα και, δολώματα, καταστροφή βιοτόπων και λαθροθηρία με σκοπό την ταρίχευση. Το ίδιο ισχύει και για τους ελληνικούς πληθυσμούς, αν και το είδος είναι αρκετά σπάνιο στη χώρα (πολύ πιο σπάνιο από το ξεφτέρι).[30]

Παρά το πολύ περιορισμένο εύρος κατανομής του, γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[31]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σαΐνι εμφανίζει σχετικά περιορισμένη κατανομή στη χώρα, με πυκνή παρουσία σε Μακεδονία και Θράκη, αλλά όλο και πιο περιορισμένη στα νότια όπου, σταδιακά, καθίσταται σπάνιο. Η Στερεά Ελλάδα θεωρείται το νότιο όριο εξάπλωσης του είδους και με αραιή παρουσία σε 1-2 νησιά του Αιγαίου πελάγους. Παρόλο που μπορεί να φωλιάζει σε περιοχές κοντά στον άνθρωπο, συχνά δεν παρατηρείται λόγω κρυπτικής συμπεριφοράς.[21]

Η μεταναστευτική οδός που ακολουθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί, περνάει από τα στενά του Βοσπόρου, τόσο κατά την εαρινή (Μάιος), όσο και κατά τη φθινοπωρινή αποδημία (Αύγουστος-Οκτώβριος).[15][32]

Στον ελλαδικό χώρο, το σαΐνι απαντά και με την ονομασία Σπιννοσιάχινο (Κύπρος).[33]

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:

  1. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Όντρια, τέως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η απόδοση των 3 ειδών του γένους Accipiter που απαντούν στον ελλαδικό χώρο, γίνεται με τη γενική λέξη Σαΐνι.[34] Το πρόβλημα είναι ότι, στον όρο αυτό, συμπεριλαμβάνεται και η ομώνυμη λέξη που αντιστοιχεί σε ένα (1) από τα τρία ελληνικά είδη, το Accipiter brevipes που -ορθά- αποδίδεται με την ίδια λέξη.
  2. Σύμφωνα με τους έμπειρους γνώστες των αρπακτικών πτηνών της Ελλάδας Γιώργο Χανδρινό και Αχιλλέα Δημητρόπουλο, υπάρχει αναφορά για το γένος Accipiter με την ελληνική απόδοση Αστούριος.[35] Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος δεν έχει «περάσει» στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και σωστός.
  3. Σύμφωνα, τέλος, με τον Βασίλη Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το γένος Accipiter αποδίδεται γενικευμένα με τον όρο «μη γνήσια γεράκια», σε αντιπαράθεση με τα «γνήσια γεράκια» του γένους Falco.[36]

Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Β.Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι
  3. Howard & Moore, p. 105
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175312
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Ferguson-Lees & Christie, p. 531
  6. 6,0 6,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695499/0
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 http://www.hbw.com/species/levant-sparrowhawk-accipiter-brevipes
  8. Clark & Schmitt, p. 130
  9. Μπαμπινιώτης, σ. 1561»
  10. McCarthy
  11. 11,0 11,1 11,2 del Hoyo et al
  12. Snow & Perrins
  13. 13,0 13,1 Mullarney et al, p. 114
  14. 14,0 14,1 14,2 Handrinos & Akriotis, p. 137
  15. 15,0 15,1 15,2 Όντρια (Ι), σ. 85
  16. RDB, p. 152
  17. ΣΠΕΕ, σ. 246
  18. Σφήκας, σ. 28
  19. 19,0 19,1 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 94
  20. Ferguson-Lees & Christie, p. 529
  21. 21,0 21,1 Handrinos & Akriotis, p. 136
  22. Heinzel et al, p. 92
  23. Perrins, p. 96
  24. Bruun, p. 80
  25. planetofbirds.com
  26. ΠΛΜ, 16:316
  27. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 94, 182
  28. Χανδρινός-Δημητρόπουλος, σ. 94
  29. 29,0 29,1 Harrison, p. 99
  30. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 45-49
  31. http://www.iucnredlist.org/details/[νεκρός σύνδεσμος] full/22695499/0
  32. Handrinos & Akriotis, p. 135-6
  33. http://avibase.bsc-eoc.org/species[νεκρός σύνδεσμος]
  34. Όντρια (I), σ. 84
  35. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 92, 94
  36. («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Clark, William S.; Schmitt, N. John (1999). A Field Guide to the Raptors of Europe, the Middle East, and North Africa. Oxford, UK: Oxford University Press. ISBN 0-19-854662-9.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • McCarthy, Eugene M. (2006). Handbook of Avian Hybrids of the World. Oxford, UK: Oxford University Press. p. 180. ISBN 978-0-19-518323-8.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»