Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ράμφος (πτηνά)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διάφοροι τύποι ράμφους και των αντίστοιχων πτηνών ανάλογα με τη διατροφή τους: (από πάνω προς τα κάτω) Α’ στήλη: Παμφάγου (ενν. πτηνού), Σπερματοφάγου, Νεκταροφάγου, Διατρητικό κορμών δένδρων (ενν. ράμφος), Επιφανείας, Διατρητικό ιλύος, Εναέριας αλίευσης, Πτωματοφάγου. Β’στήλη: Εντομοφάγου, Σπερματοφάγου κωνοφόρων, Οπωροφάγου, Παγιδευτικό αλίευσης, Σκαπτικό ιλύος, Φιλτραρίσματος, Καταδυομένου, Ημερόβιου αρπακτικού

Το ράμφος είναι η χαρακτηριστική, εξωτερική και προεξέχουσα ανατομική δομή του εμπρόσθιου κεντρικού τμήματος του κεφαλιού των πτηνών. Δημιουργείται από την επίστρωση των γνάθων με στρώμα κερατίνης και είναι η αρχή του πεπτικού και αναπνευστικού συστήματος του πτηνού, ωστόσο έχει και πολλές άλλες χρήσεις (βλ. Χρήσεις).

Αν και τα ράμφη των πτηνών διαφέρουν σημαντικά ως προς το μέγεθος, το σχήμα και το χρώμα, μοιράζονται μια παρόμοια υποκείμενη δομή. Δύο οστεώδεις προβολές-η άνω και η κάτω γνάθος-καλύπτονται από λεπτό, κερατινοποιημένο στρώμα της επιδερμίδας, που παίρνει διάφορα σχήματα και μεγέθη. Στα περισσότερα είδη, δύο ρινικές οπές, οι ρώθωνες ή ρουθούνια (nares or nostrils), οδηγούν στο αναπνευστικό σύστημα.

Μορφολογία και ανατομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άνω γνάθος (maxilla) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η κάτω γνάθος (mandible) ενισχύονται εσωτερικά από ένα περίπλοκο τρισδιάστατο δίκτυο από δοκίδες (trabeculae) του αβερσείου συστήματος, πάνω σε υπόστρωμα μαλακού συνδετικού ιστού. Το όλο σύστημα αποτελεί τον σπογγώδη (sensu lato) οστικό πυρήνα (bony-cell foam), γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η ραμφοθήκη (ramphotheca). Το πάνω μέρος της ραμφοθήκης, ειδικότερα, το οποίο καλύπτει την άνω γνάθο, ονομάζεται ρινοθήκη (rhinotheca) και φέρει τις ρινικές οπές, τα ρουθούνια (nares/nostrils). Το κάτω μέρος της ραμφοθήκης, το οποίο καλύπτει την κάτω γνάθο, ονομάζεται γναθοθήκη (gnathotheca).

Η ραμφοθήκη δεν είναι, δηλαδή, παρά η εξωτερική μορφοδομή του ράμφους, εκείνο δηλαδή το ανατομικό στοιχείο που καλύπτει τον οστικό πυρήνα που περιγράφηκε ανωτέρω. Αποτελείται από επάλληλα στρώματα φολίδων β-κερατίνης, που καλύπτουν το ένα το άλλο από τα μέσα (ή κάτω) πρός τα έξω (ή πάνω).[1] Το σύστημα ραμφοθήκης-σπογγώδους οστικού πυρήνα συγκροτεί μιαν ιδιαίτερα στέρεη και ανθεκτική δομή στις στρεβλώσεις και τα κτυπήματα που δέχεται το ράμφος ενώ, ταυτόχρονα, χαρακτηρίζεται από μικρό βάρος.

Η παραγωγή κερατίνης για τη δημιουργία των φολίδων της ραμφοθήκης γίνεται από εξειδικευμένα μαλπιγιανά κύτταρα (malpighian cells) της επιδερμίδας του πτηνού, που βρίσκονται στη βάση κάθε γνάθου.[2][3] Υπάρχει ένα στρώμα αγγείων μεταξύ της ραμφοθήκης και των βαθυτέρων στρωμάτων του χορίου, το οποίο συνδέεται άμεσα με το περιόστεο των οστών των γνάθων.[4] Η ραμφοθήκη μεγαλώνει συνεχώς στα περισσότερα πουλιά και, σε κάποια είδη, το χρώμα της ποικίλλει εποχιακά.[5] Σε ορισμένες Αλκίδες, όπως οι φρατέρκουλες, κάποια τμήματα της ραμφοθήκης αποπίπτουν κάθε έτος μετά την περίοδο αναπαραγωγής.

Ενώ τα περισσότερα αρτίγονα πτηνά έχουν ενιαία ραμφοθήκη χωρίς ραφές, κάποια είδη, συμπεριλαμβανομένων των άλμπατρος [6] και των εμού, διαθέτουν σύνθετη ραμφοθήκη, που αποτελείται από πολλά κομμάτια που διακρίνονται και διαχωρίζονται από μαλακότερα, κερατινώδη αυλάκια.[7] Μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή ήταν η πρωτόγονη, προγονική κατάσταση των ραμφοθηκών και, ότι η σύγχρονη, απλή ραμφοθήκη προέκυψε από την σταδιακή απώλεια των διαχωριστικών αυλακιών, μέσω της εξέλιξης.[8]

Η άνω γνάθος υποστηρίζεται από το μεσογναθικό οστό (intermaxillary bone) με τρεις αποφύσεις. Η άνω απόφυση αυτού του οστού είναι ενσωματωμένη στο μέτωπο, ενώ οι δύο κάτω αποφύσεις στις πλευρές του κρανίου. Στη βάση της άνω γνάθου, λεπτά ρινικά οστά μπορεί να συνδέονται με το κρανίο κατά την ρινομετωπιαία άρθρωση (nasofrontal hinge), δίνοντας κινητικότητα στην άνω γνάθο και επτρέποντάς της να κινηθεί κατά την κατακόρυφο.[9] Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει σε μερικά πτηνά, κυρίως στους παπαγάλους και σε μέλη της οικογένειας Παρίδες. Η κάτω γνάθος του χαραδριόμορφου Rynchops niger κρατείται σταθερή, ενώ κινείται η άνω, κατά τη σίτιση.[10]

Σχεδιάγραμμα κρανίου νεόγναθου αρτίγονου πτηνού (αριστερά) και παλαιόγναθων αρτίγονων πτηνών (δεξιά). Με κόκκινο χρώμα τονίζεται η ύνιδα

Η υπερώα (palate) μπορεί να είναι παλαιόγναθη ή νεόγναθη, διαφοροποιό στοιχείο για τα πτηνά με απώλεια πτητικής ικανότητας ή μη, αντίστοιχα. Η ύνιδα (vomer) των πρώτων είναι ευμεγέθης ενώ των δευτέρων, υποπλασμένη. Επίσης υπάρχουν διαφορές στον διαχωρισμό των υπερώιων (palatine) από τα πτερυγοειδή (pterygoid) οστά (ραφές ή άρθρωση), καθώς και στις βασιπτερυγοειδείς αποφύσεις (basipterygoid processes) (υπάρχουν ή όχι).[11] Σημειωτέον ότι, στους νεοσσούς των νεόγναθων πτηνών, υφίστανται κάποιες δομές που απαντώνται στα ενήλικα παλαιόγναθα, αλλά στην πορεία προς την ενηλικίωση αυτές μεταβάλλονται, όπως για παράδειγμα οι ραφές και κάποια μικρά οστά του κρανίου, που εξαφανίζονται ή συντήκονται.

Η κάτω γνάθος αποτελείται από δύο διακριτά οστεοποιημένα πέταλα ή κλάδους (rami) σχήματος U ή V,[12] που συμφύονται εμπρός και κεντρικά [i] (η θέση σύμφυσης εξαρτάται από το είδος), αλλά χωρίζονται στα πλάγια, αρθρούμενα και στις δύο πλευρές του κεφαλιού με τα ανεξάρτητα τετράγωνα οστά (quadrates). Τα τετράγωνα οστά, με τη σειρά τους, αρθρώνονται με τα πτερυγοειδή (ptrygoids) και, εκείνα, με τα υπερώια (palatines) και τα βασισφηνοειδή (basisphenoids) οστά.[10]

Το μυικό σύστημα των γνάθων αποτελείται από μικρούς και λεπτούς μυς, που επιτρέπουν στο πουλί να ανοιγοκλείνει το ράμφος του ή να κινεί την άνω γνάθο (όταν αυτό είναι εφικτό). Εκφύονται από το πλαϊνό μέρος του κρανίου και καταφύονται στα πέταλα της κάτω γνάθου.[13] Διακρίνονται σε καμπτήρες (retractors), που κινούν την άνω γνάθο προς τα κάτω, εκτείνοντες (protractors), που ανοίγουν το ράμφος και προσαγωγούς (adductors), οι οποίοι κλείνουν το ράμφος.[10]

Οι μύες που κλείνουν το ράμφος είναι συνήθως ασθενικοί, εκτός από μερικά πουλιά όπως τα ψαρόνια, που έχουν αναπτύξει ισχυρούς διγάστορες (digastric) μυς.[14] Όμως, στα περισσότερα πτηνά είναι σχετικά μικροί σε σύγκριση με τους μύς των γνάθων σε θηλαστικά παρομοίου μεγέθους.[15]

Τα χείλη του ράμφους είναι οι κατά μήκος εφαπτόμενες ακμές της ρινοθήκης και της γναθοθήκης, που έχουν την λατινική ονομασία tomia (ενικ. tomium) [16] Οι ακμές αυτές μπορεί να είναι από στρογγυλεμένες έως οξύληκτες ή κοφτερές. Λόγω της απουσίας οδόντων στα πτηνά, σε μερικά είδη έχουν εξελιχθεί δομικές τροποποιήσεις που τους επιτρέπουν να χειρίζονται καλύτερα τη λεία τους.[17] Έτσι, τα σποροφάγα πουλιά διαθέτουν οξέα φύματα στα χείλη του ράμφους, οι οποίες βοηθούν το πουλί να διαπερνά το εξωτερικό, σκληρό κέλυφος των σπόρων.[18]

Τα περισσότερα γεράκια έχουν έναν οδόντα χείλους (tomial tooth) κατά μήκος της άνω γνάθου, και αντίστοιχη εγκοπή στη κάτω γνάθο, όπου εφαρμόζει ο οδόντας. Χρησιμοποιούν αυτό το «δόντι» για να επιφέρουν συντριπτικό κάταγμα στη σπονδυλική στήλη των θηραμάτων τους ή να κομματιάζουν τα έντομα. Μερικοί έλανοι, κυρίως εκείνοι που λυμαίνονται έντομα ή σαύρες, διαθέτουν επίσης ένα (1) ή περισσότερα από αυτά τα αιχμηρά «δόντια»,[19] όπως και οι κεφαλάδες.[20] Ορισμένα είδη που τρέφονται με ψάρια, όπως οι πρίστες, έχουν πριονωτές οξύληκτες δομές κατά μήκος των χειλέων του ράμφους, που τους βοηθούν να κρατούν σταθερά το θήραμά τους, όταν εκείνο προσπαθεί να διαφύγει.[21]

Το ράμφος του χηνοπρίστη (Mergus merganser) με τις χαρακτηριστικές οξύληκτες δομές για την συγκράτηση της λείας

Τα μέλη, περίπου 30 οικογενειών, έχουν χείλη ράμφους επενδεδυμένα με πυκνές δέσμες από πολύ κοντές σμήριγγες (bristles) σε όλο το μήκος τους. Τα περισσότερα από αυτά τα είδη είναι, είτε εντομοφάγα (προτιμώντας θηράματα με σκληρό κέλυφος) ή τρώνε σαλιγκάρια, και οι δομές αυτές αυξάνουν τον συντελεστή τριβής μεταξύ των γνάθων, βελτιώνοντας έτσι τη λαβή σε λεία θηράματα.[22] Αυλακώσεις στα χείλη των ραμφών σε κολιμπρί, βρέθηκαν σε ποσοστό 23% του συνόλου των γενών, που μπορούν να επιτελέσουν παρόμοια λειτουργία, επιτρέποντας στα πουλιά να κρατούν αποτελεσματικά τα έντομα. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν στα νεκταροφάγα κολιμπρί να διεισδύουν καλύτερα στις μακριές ή κηρώδεις στεφάνες των ανθέων.[23] Σε ορισμένες περιπτώσεις, το χρώμα των χειλέων του ράμφους μπορεί να αποτελέσει διαγνωστικό στοιχείο μεταξύ παρομοίων ειδών. Η λευκόχηνα (Anser caerulescens), για παράδειγμα, έχει κοκκινωπό-ροζ ράμφος με μαύρα χείλη, ενώ η παρόμοια χήνα του Ρος (Anser rossii) έχει κοκκινωπό-ροζ ράμφος, χωρίς σκούρα χείλη.[24]

Μέση ραχιαία γραμμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέση ραχιαία γραμμή του ράμφους είναι η υψηλότερη κατά μήκος μέση γραμμή της ρινοθήκης, μετρούμενη από τη βάση του ράμφους μέχρι το απώτατο άκρο του.[12] Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει ο αγγλικός όρος culmen για το συγκεκριμένο στοιχείο του ράμφους, ενώ στην ελληνική δεν υπάρχει ακόμη κάποια αποδεκτή απόδοση. Είναι ένα από τα βιομετρικά στοιχεία του πτηνού, δηλαδή αποτελεί μία (1) από τις μετρήσεις που πραγματοποιούνται στο σώμα του, κυρίως κατά τις δακτυλιώσεις.[25][26]

Υπάρχουν αρκετές τυποποιημένες μέθοδοι που μπορεί να ακολουθηθούν για να γίνει η συγκεκριμένη μέτρηση όπως, από την άκρη του ράμφους στο σημείο όπου φύονται τα πρώτα φτερά στο μέτωπο, από την άκρη του ράμφους προς το πρόσθιο άκρο των ρουθουνιών, από την άκρη του ράμφους μέχρι το κήρωμα (βλ. Κήρωμα) (στα ημερόβια και νυκτόβια αρπακτικά), κ.ο.κ.[27] Οι επιστήμονες τάσσονται γενικά υπέρ μιας μεθόδου ή άλλης, ανάλογα με το είδος του πτηνού και τον σκοπό της μέτρησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, και σε τυπική μέτρηση -ευθεία γραμμή από σημείο σε σημείο-, χρησιμοποιείται ειδικό διαστημόμετρο (caliper) με δαγκάνες.[25]

Η μέση ραχιαία γραμμή (culmen) του ράμφους και το διαστημόμετρο μέτηρησής της

Το σχήμα και το χρώμα της μέσης ραχιαίας γραμμής του ράμφους, μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αναγνώριση πεδίου. Για παράδειγμα, στο είδος Loxia pytyopsittacus είναι έντονα καμπυλωτή, ενώ εκείνη του παρόμοιου Loxia curvirostra είναι λιγότερο κυρτή.[28] Επίσης στα νεαρά πουλιά του είδους Gavia immer, είναι σκουρόχρωμη καθ’ όλο το μήκος της, ενώ στα νεαρά του Gavia adamsii είναι ανοικτόχρωμη προς το άκρο της.[28]

Μέση κοιλιακή γραμμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέση κοιλιακή γραμμή του ράμφους είναι η κατά μήκος μέση γραμμή της γναθοθήκης, μετρούμενη από τη βάση της (σιαγώνα) μέχρι το απώτατο άκρο της. Κατ’ ουσίαν μετράται η ραφή στην οποίαν αντιστοιχεί η ένωση των δύο κλάδων (rami) της κάτω γνάθου (βλ. Γνάθοι).[29] Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει ο αγγλικός όρος gonys για το συγκεκριμένο στοιχείο του ράμφους, που έχει αποδοθεί στην ελληνική ως γώνυς,[30] αλλά ο συγκεκριμένος όρος δεν φαίνεται να έχει γίνει ευρέως αποδεκτός. Κατ’ αντιστοιχίαν, η γωνία που σχηματίζει η γναθοθήκη στο σημείο διαχωρισμού των κλάδων της, ονομάζεται γωνία γώνυος (gonydeal angle) ή άνοιγμα γώνυος (gonydeal expansion). Το συγκεκριμένο στοιχείο μπορεί να είναι αρκετά χρήσιμο στον προσδιορισμό κάποιων ειδών, κοντινών μεταξύ τους, όπως σε κάποιους γλάρους, στους οποίους δημιουργείται κάποια υβώδης προεξοχή στο σημείο αυτό. Μάλιστα, αυτή φέρει και χαρακτηριστική έγχρωμη κηλίδα, την κηλίδα γώνυος [ii], που είναι πολύ ευδιάκριτη (π.χ. Larus argentatus). Φαίνεται ότι, η κηλίδα αυτή, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κατά τη σίτιση των νεοσσών, διότι λειτουργεί ως οπτικό ερέθισμα για να ανοίξουν το ράμφος τους, όταν ο γονέας πλησιάζει στη φωλιά.[31]

Εμπρόσθια όψη του ράμφους ενός Sagittarius serpentarius, όπου διακρίνονται οι κίτρινες ραφές και τα κιτρινέρυθρα υβώματα στη βάση τους

Ο όρος ραφή (commissure) είναι πολύ γενικός και σημαίνει την ακμή της ένωσης δύο δομών. Στην περίπτωση του ράμφους μπορεί να χρησιμοποιείται, είτε ως εναλλακτική απόδοση των μέσων γραμμών της ρινοθήκης και της γναθοθήκης [12] (βλ. παραπάνω), είτε ως απόδοση της «γραμμής» που σχηματίζουν τα χείλη (βλ. Χείλη ράμφους) του ράμφους όταν αυτό είναι κλειστό, από τη γωνία του στόματος μέχρι το άκρο του.[32]

Στην ανατομική των πτηνών υπάρχει ειδικός όρος για το εσωτερικό του ανοικτού στόματός τους, ιδιαίτερα δε για την υπερώα, έτσι όπως επιδεικνύεται σε κάποιον παρατηρητή. Ονομάζεται χάσμη [iii] (gape) και, η πρωταρχική σημασία της λέξης χασμώμαι, από την οποία προέρχεται, είναι στην κυριολεξία «μένω με το στόμα ανοικτό», η «χασμουριέμαι», και έχει έννοια μόνον όταν ένα πτηνό ανοίγει το στόμα του και φαίνεται το εσωτερικό του. Το σημείο του στόματος όπου συναντώνται οι δύο γνάθοι, στη βάση του ράμφους, σχηματίζει γωνιακό ύβωμα που καλείται gape flange,[33] ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στους νεοσσούς και τα νεαρά πτηνά.

Ο όρος χάσμη χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για να περιγράψει το ανοικτό στόμα των νεοσσών, ιδιαίτερα των φωλεόφιλων, εκείνων δηλαδή που μένουν για αρκετές ημέρες στη φωλιά και χρειάζονται την άμεση επιτήρηση των γονέων. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το εσωτερικό του στόματος των νεοσσών είναι έντονα χρωματισμένο, μερικές φορές με κηλίδες ή άλλα χαρακτηριστικά που κάνουν αντίθεση. Αυτό θεωρείται ώς ένδειξη καλής φυσικής κατάστασης του νεοσσού, αλλά και στοιχείο ανταγωνιστικής ικανότητας. Πολλές φορές, οι γονείς αποφασίζουν να μοιράσουν την τροφή, βλέποντας τα ανοικτά στόματα των νεοσσών και, την δίνουν συνήθως σε εκείνους που διαθέτουν ή επιδεικνύουν την μεγαλύτερη χάσμη στη φωλιά.[34]

Μερικά είδη, ιδίως στις οικογένειες Viduidae και Estrildidae έχουν φωτεινές κηλίδες στο ανοικτό τους στόμα, που εμβανίζονται ως προεξοχές (gape tubercles) ή θηλές (gape papillae). Αυτές οι κηλίδες είναι εμφανείς ακόμη και σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού.[35] Μελέτη που εξέτασε τις χάσμες νεοσσών από οκτώ είδη στρουθιόμορφων πτηνών, διαπίστωσε ότι «έλαμπαν» στο υπεριώδες τμήμα του φάσματος, επομένως ήσαν ορατές στα πουλιά, αλλά όχι στους ανθρώπους.[36] Βέβαια, οι γονείς δεν βασίζονται αποκλειστικά στο μέγεθος και την «ποιότητα» της χάσμης των νεοσσών για να διαμοιράσουν την τροφή, αλλά και σε άλλους παράγοντες που, εν πολλοίς, παραμένουν άγνωστοι.[37]

Χάσμες με κόκκινο χρώμα, έχει αποδειχθεί σε διάφορα πειράματα ότι επάγουν τη διαδικασία σίτισης. Επίσης, πείραμα που ήθελε να δείξει τη σχέση μεταξύ μεγέθους της γέννας και του ανοσοποιητικού συστήματος σε νεοσσούς σταβλοχελίδονων (Hirundo rustica), συνήγαγε ότι η καλή κατάσταση της χάσμης των νεοσσών συσχετίζεται θετικά με την παραγωγή Τ-λεμφοκυττάρων.[38] Αντίθετα, η κόκκινη χάσμη των νεοσσών κούκου (Cuculus canorus) δεν επάγει επιπλέον σίτιση από τους γονείς-ξενιστές.[39] Ωστόσο, οι νεοσσοί του ασιατικού κούκου Cuculus fugax, επιδεικνύουν χαρακτηριστικά έγχρωμα σημάδια στα φτερά τους, που μιμούνται το χρώμα της χάσμης και, έτσι, ο γονέας-ξενιστής αυξάνει το ρυθμό σίτισης.[40]

Οι χαρακτηριστικές κίτρινες χάσμες νεοσσών του είδους Anthus novaeseelandiae (βραβευμένη φωτογραφία)

Τα γωνιακά υβώματα (gape flanges) των νεοσσών είναι εμφανώς σαρκώδη. Όσο οι νεοσσοί μεγαλώνουν, τα υβώματα μειώνονται σε μέγεθος, ωστόσο είναι ακόμη ορατά και, επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διαγνωστικό στοιχείο για να ξεχωρίζουν τα νεαρά πουλιά από τους ενήλικες.[41] Όταν το πουλί φτάσει στην ενηλικίωση, τα υβώματα δεν είναι πλέον ορατά.

Τα περισσότερα είδη πουλιών έχουν εξωτερικά ρουθούνια (nares) που βρίσκονται σε κάποιο σημείο του ράμφους τους. Συνήθως είναι δύο οπές -κυκλικές, οβάλ ή σχισμοειδείς- που οδηγούν προς τις ρινικές κοιλότητες του κρανίου και στο αναπνευστικό σύστημα.[42] Στα περισσότερα είδη, τα ρουθούνια βρίσκονται στο οπίσθιο τριτημόριο της άνω γνάθου. Από τις αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις είναι τα κίουι, των οποίων τα ρουθούνια βρίσκονται στην άκρη του ράμφους τους.[17] Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια είδη που δεν έχουν εξωτερικά ρουθούνια, όπως οι κορμοράνοι και τα ανχίνγκα, παρόλο που αυτά υφίστανται στους νεοσσούς τους. Οι ενήλικες αυτών των πτηνών, όπως και οι σούλες όλων των ηλικιών, αναπνέουν από το στόμα τους. Υπάρχει συνήθως ένα ρινικό διάφραγμα από οστό ή χόνδρο που χωρίζει τα δύο ρουθούνια, αλλά σε μερικές κατηγορίες (συμπεριλαμβανομένων των γλάρων, των γερανών και των γυπών του Νέου Κόσμου) το διάφραγμα λείπει.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα ρουθούνια είναι ακάλυπτα, αλλά σε μερικές ομάδες, (συμπεριλαμβανομένων των τσαλαπετεινών, των λαγόποδων, των κορακιών και μερικών δρυοκολαπτών), καλύπτονται με φτερά.[42] Σε κάποια από αυτά τα πτηνά, τα φτερά βοηθούν να θερμαίνεται ο εισπνεόμενος αέρας,[43], ενώ στους δρυοκολάπτες είναι απαραίτητα για την αποφυγή της απόφραξης από τα ρινίσματα ξύλου, όταν ραμφίζουν τα δένδρα.[44]

Ειδικά στα Ρινοτρυπόμορφα, τα ρουθούνια περικλείονται σε διπλούς σωλήνες που βρίσκονται στην κορυφή ή κατά μήκος των πλευρών της άνω γνάθου. Επίσης, κάποια είδη όπως τα γεράκια, έχουν στα ρουθούνια τους ένα μικρό, οστεώδες έπαρμα με άγνωστη λειτουργία. Μερικοί επιστήμονες υποθέτουν ότι μπορεί να δρα ως διάφραγμα, επιβραδύνοντας ή διασπείροντας τη ροή του αέρα μέσα στα ρουθούνια -και επιτρέποντας έτσι το πουλί να συνεχίσει να αναπνέει χωρίς να βλάπτεται το αναπνευστικό του σύστημα-, κατά τη διάρκεια των εναερίων καταδύσεων υψηλής ταχύτητας, αλλά αυτή η θεωρία δεν έχει αποδειχθεί πειραματικά. Άλλωστε, κάποια είδη που πετούν σε υψηλές ταχύτητες δεν διαθέτουν τέτοια επάρματα, ενώ κάποια είδη τα οποία πετούν σε χαμηλές ταχύτητες, διαθέτουν.[45]

Το κήρωμα, τα ρουθούνια και το έπαρμα της εισόδου τους, σε ένα στεπογέρακο

Αρκετές οικογένειες πτηνών-συμπεριλαμβανομένων των ημερόβιων και νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών, παπαγάλων, ληστόγλαρων, κ.α.- έχουν ένα χαρακτηριστικό ύβωμα στη βάση του ράμφους τους, το κήρωμα (cere), που πήρε την ονομασία του από το λατινικό cera «κερί». Αυτή η δομή, κανονικά, ενσωματώνει τα ρουθούνια του πτηνού, εκτός από τις κουκουβάγιες, στις οποίες είναι τοποθετημένα περιφερικά του κηρώματος.

Αν και, μερικές φορές, καλύπτεται από φτερά, όπως στους παπαγάλους,[46] το κήρωμα είναι γυμνό και, συχνά, έντονα χρωματισμένο.[17] Στα ημερόβια αρπακτικά, λειτουργεί ως σεξουαλικό σημάδι της «ποιότητας» του ατόμου. Για παράδειγμα, το έντονα πορτοκαλί χρώμα του κηρώματος ενός λιβαδόκιρκου συσχετίζεται με το σωματικό βάρος και τη φυσική του κατάσταση.[47] Στο κήρωμα των νεοσσών του γκιώνη εμπεριέχεται κάποια χρωστική που αντιδρά στην υπεριώδη ακτινοβολία (UV) και συσχετίζεται με τη μάζα του πουλιού. Ένας νεοσσός με μικρότερη μάζα σώματος εμφανίζει αιχμή UV σε μήκος κύματος μεγαλύτερο από ό, τι ένας νεοσσός με μεγαλύτερη μάζα σώματος. Μελέτες έχουν δείξει ότι, οι μητέρες σιτίζουν κατά προτίμηση εκείνους τους νεοσσούς με κηρώματα που εμφανίζουν αιχμή UV σε μεγαλύτερα μήκη κύματος, δηλαδή, εκείνους με το μικρότερο βάρος.[48]

Το χρώμα ή το παρουσιαστικό του κηρώματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση μεταξύ αρσενικών και θηλυκών σε ορισμένα είδη. Για παράδειγμα, το αρσενικό Crax rubra έχει κίτρινο κήρωμα, ενώ στο θηλυκό και στα νεαρά αρσενικά, λείπει.[49] Στο αρσενικό παπαγαλάκι (Melopsittacus undulatus) είναι μπλε, ενώ στο θηλυκό είναι ροζ ή καφέ.[50]

Το χαρακτηριστικό operculum στο ράμφος του περιστεριού

Στη βάση του ράμφους ορισμένων πτηνών, όπως τα περιστέρια, υπάρχει ένα ιδιαίτερο κερατινοειδές ή χόνδρινο μόρφωμα που μοιάζει αλλά δεν είναι της ίδιας δομής με το κήρωμα και ονομάζεται operculum (πληθ. opercula) .[51][52] Στα πτηνά που καταδύονται χρησιμεύει για να κρατά το νερό έξω από την ρινική κοιλότητα, μέσω της πίεσης που ασκείται στο σημείο, από το ίδιο το νερό.[53] Μερικά είδη που τρέφονται από λουλούδια διαθέτουν την συγκεκριμένη δομή για να αποφεύγεται απόφραξη των ρινικών διόδων από τη γύρη. Επίσης, στους νεοσσούς του αιγοθηλόμορφου Podargus strigoides, τα ρουθούνια καλύπτονται από μεγάλο, θολωτό operculum, για να μειώνεται η ταχεία εξάτμιση των υδρατμών, ενώ υποβοηθείται η αύξηση της συμπύκνωσης υδρατμών μέσα στα ρουθούνια, δύο κρίσιμες λειτουργίες, δεδομένου ότι οι νεοσσοί παίρνουν υγρά μόνο από το φαγητό που τους φέρνουν οι γονείς τους. Αυτές οι δομές, γρήγορα συρρικνώνονται, ενώ εξαφανίζονται εντελώς από τη στιγμή που τα πτηνά φθάνουν στην ενηλικίωση.[54] Τέλος, τα ταπακούλος της Κ. και Ν. Αμερικής είναι τα μόνα πουλιά που είναι σε θέση να κινούν τα opercula τους.[42]

Όλα τα πτηνά της οικογένειας Anatidae (πάπιες, χήνες και κύκνοι) διαθέτουν χαρακτηριστική δομή από σκληρό, κερατινοειδές υλικό στο άκρο του ράμφους τους, τον όνυχα (nail).[55] Άλλωστε, η παλαιότερη ονομασία Unguirostres γι’ αυτήν την κατηγορία, προέρχεται από τις λατινικές λέξεις ungus «νύχι» και rostrum «ράμφος».[56] Μερικές φορές, μπορεί να εκτείνεται σε όλο το πλάτος του ράμφους, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βρίσκεται στην κορυφή, ενώ συχνά κάμπτεται και παίρνει σχήμα άγκιστρου.[56]

Ο όνυχας εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς ανάλογα με την κύρια πηγή διατροφής του πουλιού. Τα περισσότερα είδη τον χρησιμοποιούν για να ανασκάπτουν τους σπόρους από τη λάσπη ή τη βλάστηση,[57] ενώ οι καταδυόμενες πάπιες, για να αποσπούν μαλάκια από τους βράχους.[58] Υπάρχουν στοιχεία ότι ο όνυχας μπορεί να βοηθήσει ένα πουλί να συγκρατεί αντικείμενα, διότι, είδη που πραγματοποιούν κινήσεις συλλήψεως για να εξασφαλίσουν την τροφή τους έχουν πολύ μεγάλους όνυχες.[59] Ορισμένοι τύποι μηχανοϋποδοχέων, δηλαδή νευρικών κυττάρων τα οποία είναι ευαίσθητα στην πίεση, δόνηση ή αφή, βρίσκονται κάτω από τον όνυχα.[55]

Ο μαύρος όνυχας στο ράμφος του κύκνου

Το σχήμα ή το χρώμα του όνυχα μπορεί, μερικές φορές, να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ παρομοίων ειδών ή στον προσδιορισμό της ηλικίας των υδρόβιων πτηνών. Για παράδειγμα, η Aythya marila έχει πλατύτερο μαύρο όνυχα από ό, τι η πολύ παρόμοια Aythya affinis.[60] Πολλές νεαρές σταχτόχηνες διαθέτουν σκούρο όνυχα, ενώ τα περισσότερα ενήλικα άτομα έχουν ανοικτόχρωμο.[28]

Οι σμήριγγες (bristles) του ράμφους αποτελούν από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πτηνών. Παρά την εντύπωση που δίνουν, ως σκληρές και επιμήκειςτρίχες, στην πραγματικότητα πρόκειται για φτερά που δημιουργούνται γύρω από τη βάση του ράμφους, τα σμηριγγόπτερα. Αποτελούν κοινό γνώρισμα των εντομοφάγων πτηνών, αλλά βρίσκονται επίσης σε κάποια μη-εντομοφάγα είδη.[61]

Η λειτουργία τους δεν είναι βέβαιη, αν και έχουν προταθεί πολλές υποθέσεις.[62] Μπορούν να λειτουργήσουν ως «δίχτυ», βοηθώντας στη σύλληψη του θηράματος, αν και μέχρι σήμερα, δεν έχουν υπάρξει πειραματικές αποδείξεις που να υποστηρίζουν αυτή την άποψη.[63] Υπάρχουν, ωστόσο πειραματικές ενδείξεις, ότι μπορεί να εμποδίζουν τα σωματίδια από ένα θήραμα να έλθουν σε επαφή με τους οφθαλμούς.[61] Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην προστασία των οφθαλμών από τα σωματίδια που απαντώνται κατά την πτήση, ή από την περιστασιακή επαφή με τη βλάστηση.

Υπάρχουν επίσης στοιχεία ότι οι σμήριγγες ορισμένων ειδών μπορεί να λειτουργούν ως απτικά όργανα, με τρόπο παρόμοιο με τα μουστάκια (vibrissae) των θηλαστικών. Μελέτες έχουν δείξει ότι, σωματίδια του Χερμπστ (Herbst corpuscles), μηχανοϋποδοχείς ευαίσθητοι στην πίεση και τους κραδασμούς, βρίσκονται σε γειτνίαση με τις σμήριγγες. Μπορούν να βοηθήσουν στην ανίχνευση της λείας, στην πλοήγηση στις σκοτεινές κοιλότητες της φωλιάς ή στη συγκέντρωση πληροφοριών κατά τη διάρκεια της πτήσης.[63]

Όταν η εξέλιξη του εμβρύου έχει ολοκληρωθεί και προετοιμάζεται η εκκόλαψη, στο ράμφος των περισσοτέρων ειδών πτηνών, έχει αναπτυχθεί μια μικρή, οξεία και ασβεστοποιημένη προβολή, της οποίας γίνεται χρήση για να διευκολύνεται η έξοδος από το αβγό. Η ακίδα αυτή ονομάζεται οδόντας (egg tooth), έχει λευκό χρώμα και γενικά βρίσκεται κοντά στο άκρο της άνω γνάθου, αν και ορισμένα είδη την έχουν στο άκρο της κάτω γνάθου, ενώ μερικά είδη έχουν ανά μία (1) σε κάθε γνάθο.[64][65]

Το ράμφος του νεοσσού της αρκτικής δρεπανίδας, στο άκρο του οποίου, μόλις διακρίνεται ο λευκός οδόντας

Παρά το όνομά του, δεν πρόκειται περί αληθινού δοντιού, αλλά αποτελεί μέρος του καλυπτηρίου (δέρμα) συστήματος, όπως είναι τα νύχια και οι φολίδες.[66] Ο υπό εκκόλαψιν νεοσσός χρησιμοποιεί, αρχικά, τον οδόντα του για να σπάσει τη μεμβράνη γύρω από τον θάλαμο αέρα που υπάρχει στο πλατύ άκρο του αβγού. Κατόπιν ραμφίζει το κέλυφος, ενώ περιστρέφεται σιγά-σιγά μέσα στο αυγό, επιφέροντας αργά και σταδιακά -επί ώρες ή και ημέρες- μικρά, κυκλικά ρήγματα.[51] Αφού έχει παραβιάσει την επιφάνεια του κελύφους, ο νεοσσός συνεχίζει να ραμφίζει το ίδιο σημείο, μέχρι να δημιουργήσει μεγάλη οπή. Το, αποδυναμωμένο σε εκείνο το σημείο, αβγό σπάει τελικά κάτω από την πίεση των κινήσεων του πουλιού.

Ο οδόντας έχει τόσο μεγάλη σημασία για τον νεοσσό που, σε περίπτωση που το έμβρυο δεν αναπτύξει κανονικό οδόντα, ο νεοσσός έχει ελάχιστες πιθανότητες να εκκολαφθεί και πεθαίνει.[65] Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά είδη που οι νεοσσοί τους δεν διαθέτουν οδόντα, όπως οι μεγάποδες της Ωκεανίας, παρόλο που στην αρχή αναπτύσσεται, αλλά στη συνέχεια χάνεται πριν την εκκόλαψη. Επίσης, τα κίουι ουδέποτε αναπτύσσουν οδόντα στα αβγά τους. Σε αυτές τις κατηγορίες πτηνών, οι νεοσσοί καταφέρνουν να βγούν από το αβγό, με διαδοχικά λακτίσματα από τα ισχυρά κάτω άκρα τους.[67]

Μετά την εκκόλαψη, ο οδόντας των νεοσσών αρχίζει να αποπίπτει σταδιακά, μέσα σε λίγες ημέρες,[64] αν και πολλά Ρινοτρυπόμορφα τον κρατούν για σχεδόν τρεις εβδομάδες.[51] Επίσης, οι βορειοαμερικανικοί βραχύραμφοι (Brachyramphus marmoratus), μπορεί να τον διατηρούν μέχρι και ένα (1) μήνα.[15] Σε γενικές γραμμές, όπως προαναφέρθηκε, ο οδόντας αποπίπτει, αλλά ειδικά στα ωδικά πτηνά απορροφάται από τον οργανισμό.[51]

Το χρώμα του ράμφους ενός πτηνού προκύπτει από τις συγκεντρώσεις των επί μέρους χρωστικών ουσιών, κυρίως της μελανίνης και των καροτενοειδών, στα επιδερμικά στρώματα της ραμφοθήκης.[68] Η ευμελανίνη (eumelanin), που βρίσκεται στα γυμνά μέρη πολλών πτηνών, είναι υπεύθυνη για τις αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου. Όσο πυκνότερες είναι οι αποθέσεις της στην επιδερμίδα, τόσο πιο σκούρο είναι το χρώμα που προκύπτει. Η φαιομελανίνη (phaeomelanin) παράγει «γήινες αποχρώσεις», που κυμαίνονται από χρυσές και ερυθροκίτρινες, μέχρι διάφορες αποχρώσεις του καφέ. Περισσότερα από δώδεκα καροτενοειδή είναι υπεύθυνα για τους κόκκινους, πορτοκαλί και κίτρινους χρωματισμούς του ράμφους. Οι επί μέρους αποχρώσεις καθορίζονται από την αναλογία κόκκινων και κίτρινων χρωστικών ουσιών, ενώ ο κορεσμός (saturation) καθορίζεται από την πυκνότητά τους. Για παράδειγμα, το φωτεινό κόκκινο χρώμα δημιουργείται από αποθέσεις κυρίως κόκκινων χρωστικών, ενώ το θαμπό κίτρινο δημιουργείται από διάχυτες αποθέσεις, κυρίως κίτρινων χρωστικών ουσιών. Οι ισομερείς αποθέσεις κόκκινων και κίτρινων χρωστικών παράγουν φωτεινό πορτοκαλί χρώμα.[69]

Το εξαιρετικά ιδιόμορφο ράμφος της Ρινόπλακος, με το ευμέγεθες ύβωμα (κάσκα) στη βάση του

Τα πτηνά είναι ικανά να βλέπουν χρώματα στο υπεριώδες φάσμα, και ορισμένα είδη είναι γνωστό ότι έχουν υπεριώδη υψηλά (peaks) ανάκλασης στα ράμφη τους.[70] Η παρουσία και η ένταση αυτών των κορυφών μπορεί να υποδεικνύει την καλή φυσική κατάσταση του ατόμου,[47] τη σεξουαλική ωριμότητά του ή ακόμη και το εάν έχει ήδη ζευγαρώσει. Οι αυτοκρατορικοί και οι βασιλικοί πιγκουίνοι για παράδειγμα, δείχνουν σημεία (spots) υπεριώδους ανάκλασης μόνον ως ενήλικες. Αυτά τα σημεία είναι πιο φωτεινά στα ήδη ζευγαρωμένα άτομα, παρά σε εκείνα που ακόμη φλερτάρουν. Η θέση αυτών των κηλίδων στο ράμφος διαφέρει στα δύο προαναφερθέντα είδη πιγκουίνων.

( Όραση στο υπεριώδες)

Το μέγεθος και το σχήμα του ράμφους μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των ειδών, αλλά σε ορισμένα πτηνά, το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του ράμφους ποικίλλουν μεταξύ αρσενικών και θηλυκών, στο ίδιο είδος. Αυτό επιτρέπει στα δύο φύλα να χρησιμοποιούν διαφορετικούς οικολογικούς θώκους, μειώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό εντός του είδους.[71] Για παράδειγμα, όλα σχεδόν τα θηλυκά που ζουν κοντά στις ακτές έχουν μεγαλύτερο ράμφος από τα αρσενικά του ίδιου είδους,[72] ενώ τα θηλυκά της αμερικανικής αβοκέτας έχουν ράμφη τα οποία είναι ελαφρώς πιο ανεστραμμένα από εκείνα των αρσενικών.[73] Οι αρσενικοί γλάροι έχουν μεγαλύτερα και συμπαγέστερα ράμφη από εκείνα των θηλυκών του ίδιου είδους, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν μικρότερα και πιο λεπτά ράμφη από εκείνα των ενηλίκων.[74] Επίσης, ο διμορφισμός του ράμφους είναι πολύ έντονος στα μέλη των βούκερων.

Το χρώμα του ράμφους μπορεί, επίσης, να διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων και των διαφόρων ηλικιών μέσα σε ένα είδος. Τυπικά, μια τέτοια διαφορά χρώματος οφείλεται στην παρουσία αρσενικών ορμονών. Για παράδειγμα, στο κοινό σπουργίτι, οι μελανίνες παράγονται μόνο με την παρουσία τεστοστερόνης, γι’ αυτό και τα αρσενικά σπουργίτια που έχουν ευνουχιστεί, έχουν καφέ ράμφη όπως τα θηλυκά. Ο ευνουχισμός, επίσης, εμποδίζει την κανονική εποχική αλλαγή χρώματος στα ράμφη των αρσενικών καστανοκέφαλων γλάρων.[75]

Τα πτηνά χρησιμοποιούν το ράμφος τους ή εκμεταλλεύονται τα χαρακτηριστικά του σε πλείστες περιπτώσεις, οι συνηθέστερες από τις οποίες είναι:

  • Θανάτωση της λείας.
  • Καλλωπισμός (preening -sensu lato-) του σώματος.
  • Χειρισμός αντικειμένων.
  • Διαμάχες για διάφορους σκοπούς, κυρίως μεταξύ των αρσενικών.
  • Αναζήτηση τροφής.
  • Ερωτοτροπία και τα τελετουργικά της.
  • Κατασκευή και τακτοποίηση της φωλιάς.
  • Διατροφή των νεοσσών και των νεαρών ατόμων.

i. ^ Στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», το ακραίο σημείο (αιχμή) σύντηξης των πετάλων της κάτω γνάθου κατονομάζεται με τον -εν πολλοίς αδόκιμο- όρο, μύξα.[30]

ii. ^ Σπανίως χρησιμοποιείται ο όρος αυτός στην ορνιθολογική ορολογία και προτιμάται απλώς η λέξη κηλίδα.

iii. ^ Παρόλο που η σημασία της λέξης είναι ακριβώς αυτή που προσδιορίζεται από τον ορισμό της, δεν χρησιμοποιείται στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία. Η χρήση της στο συγκεκριμένο λήμμα έγινε λόγω της ύπαρξης της συγκεκριμένης λέξης που δεν είναι εφεύρημα του συντάκτη και, κάθε τεκμηριωμένη επισήμανση είναι καλοδεχούμενη. Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, έκδοσης 1963, αναφέρεται αυτολεξεί: χάσμη (αρχ.) , το του χασμωμένου στόματος άνοιγμα [76]

  1. Seki & Bodde
  2. Campbell & Lack (1985), p. 47
  3. Girling
  4. Samour
  5. Bonser & Witter
  6. Campbell & Lack (1995), p. 47
  7. Chernova & Fadeeva
  8. Tobin & Witmer
  9. Proctor & Lynch
  10. 10,0 10,1 10,2 NHB, p. 54
  11. Όντρια (ΙΙ), σ. 352, 356
  12. 12,0 12,1 12,2 Coues
  13. Gill, p. 148
  14. Mayr
  15. 15,0 15,1 Kaiser
  16. Campbell & Lack (1985), p. 598
  17. 17,0 17,1 17,2 Stettenheim
  18. Klasing
  19. Ferguson-Lees & Christie
  20. Harris & Franklin
  21. Campbell & Lack (1985), p. 48
  22. Gosner
  23. Ornelas
  24. Madge & Burn
  25. 25,0 25,1 Pyle et al
  26. Borras et al
  27. Campbell & Lack
  28. 28,0 28,1 28,2 Mullarney et al
  29. Campbell & Lack (1985), p. 254
  30. 30,0 30,1 ΠΛΜ, 18, 398
  31. Russell et al
  32. Campbell & Lack (1985), p. 105
  33. Newman
  34. Soler & Avilés
  35. Hauber & Kilner
  36. Hunt et al
  37. Schuetz
  38. Saino et al
  39. Noble et al
  40. Tanaka et al
  41. Zickefoose
  42. 42,0 42,1 42,2 Campbell & Lack (1985), p. 375
  43. Gellhorn
  44. Ehrlich et al
  45. Capainolo & Butler
  46. Jupiter & Parr
  47. 47,0 47,1 Mougeo & Arroyo
  48. Parejo et al
  49. Starker
  50. Alderton
  51. 51,0 51,1 51,2 51,3 Gill
  52. Whitney & Smith
  53. Bock
  54. Kaplan
  55. 55,0 55,1 King & McLelland
  56. 56,0 56,1 Elliot
  57. Perrins, 1974
  58. Petrie
  59. Goodman & Fisher
  60. Dunn & Alderfer
  61. 61,0 61,1 Conover & Miller
  62. Lederer
  63. 63,0 63,1 Cunningham et al
  64. 64,0 64,1 Campbell & Lack (1985), p. 178
  65. 65,0 65,1 Perrins
  66. Clark
  67. Harris, Tim
  68. Ralph
  69. Hill
  70. Jouventin et al
  71. Campbell, Bernard Grant, ed. (1972). Sexual Selection and the Descent of Man: The Darwinian Pivot. New Brunswick, NJ: Transaction Publishers. p. 186. ISBN 0-202-02005-3.
  72. Thompson et al
  73. O'Brien et al
  74. Howell
  75. Parkes & Emmens
  76. ΠΛ, 12, 930
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Alderton, David (1996). A Birdkeeper's Guide to Budgies. Tetra Press. p. 12.
  • Bock, Walter J. (1989). "Organisms as Functional Machines: A Connectivity Explanation". American Zoologist 29 (3): 1119–1132. doi:10.1093/icb/29.3.1119. JSTOR 3883510.
  • Bonser RHC & Mark S Witter (1993). "Indentation hardness of the bill keratin of the European Starling". The Condor 95: 736–738. doi:10.2307/1369622.
  • Borras, A.; Pascual, J.; Senar, J. C. (Autumn 2000). "What Do Different Bill Measures Measure and What Is the Best Method to Use in Granivorous Birds?". Journal of Field Ornithology 71 (4): 606–611. JSTOR 4514529.
  • Campbell, Bruce; Lack, Elizabeth, eds. (1985). A Dictionary of Birds. Carlton, England: T and A D Poyser. ISBN 0-85661-039-9.
  • Capainolo, Peter; Butler, Carol (2010). How Fast Can a Falcon Dive?. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press. p. 51. ISBN 0-8135-4790-3.
  • Chernova, O. F.; Fadeeva, E. O. (2009). "The peculiar architectonics of contour feathers of the emu (Dromaius novaehollandiae, Struthioniformes)". Doklady Biological Sciences 425: 175–179. doi:10.1134/S0012496609020264.
  • Clark, Jr., George A. (September 1961). "Occurrence and Timing of Egg Teeth in Birds" (PDF). The Wilson Bulletin 73 (3): 268–278.
  • Conover, Michael R.; Miller, Don E. (November 1980). "Rictal Bristle Function in Willow Flycatcher" (PDF). The Condor 82 (4): 469–471.
  • Coues, Elliott (1890). Handbook of Field and General Ornithology. London: Macmillan and Co. OCLC 263166207.
  • Cunningham, Susan J.; Alley, Maurice R.; Castro, Isabel (January 2011). "Facial Bristle Feather Histology and Morphology in New Zealand Birds: Implications for Function". Journal of Morphology (PDF|format= requires |url= (help)) 272 (1): 118–128. doi:10.1002/jmor.10908.
  • Dunn, Jon L.; Alderfer, Jonathan, eds. (2006). Field Guide to the Birds of North America (5 ed.). Washington, DC: National Geographic. p. 40. ISBN 0-7922-5314-0.
  • Ehrlich, Paul R.; Dobkin, David S.; Wheye, Darryl (1998). The Birder's Handbook: A Field Guide to the Natural History of North American Birds. New York, NY: Simon and Schuster. p. 209. ISBN 0-671-65989-8.
  • Elliot, Daniel Giraud (1898). The Wild Fowl of the United States and British Possessions. New York, NY: F. P. Harper. p. xviii. LCCN 98001121.
  • Ferguson-Lees, James; Christie, David A. Raptors of the World. London: Christopher Helm. p. 66. ISBN 0-7136-8026-1.
  • Gellhorn, Joyce (2007). White-tailed Ptarmigan: Ghosts of the Alpine Tundra. Boulder, CO: Johnson Books. p. 110. ISBN 1-55566-397-4.
  • Gill, Frank B. (1995). Ornithology (2 ed.). New York, NY: W. H. Freeman and Company. ISBN 0-7167-2415-4.
  • Girling, Simon (2003). Veterinary Nursing of Exotic Pets. Oxford, UK: Blackwell Publishing. ISBN 1-4051-0747-2.
  • Goodman, Donald Charles; Fisher, Harvey I. (1962). Functional Anatomy of the Feeding Apparatus in Waterfowl (Aves:Anatidae). Carbondale, IL: Southern Illinois University Press. p. 179. OCLC 646859135.
  • Gosner, Kenneth L. (June 1993). "Scopate Tomia: An Adaptation for Handling Hard-shelled Prey?" (PDF). The Wilson Bulletin 105 (2): 316–324.
  • Harris, Tim, ed. (2009). National Geographic Complete Birds of the World. Washington, DC: National Geographic. p. 23. ISBN 1-4262-0403-5.
  • Harris, Tony; Franklin, Kim (2000). Shrikes and Bush-Shrikes. London: Christopher Helm. p. 15. ISBN 0-7136-3861-3.
  • Hauber, Mark & Rebecca M. Kilner (2007). "Coevolution, communication, and host-chick mimicry in parasitic finches: who mimics whom?". Behav. Ecol. Sociobiol. 61 (4): 497–503. doi:10.1007/s00265-006-0291-0.
  • Howell, Steve N. G. (2007). Gulls of the Americas. New York: Houghton Mifflin Company. ISBN 0-618-72641-1.
  • Hunt Sarah, Rebecca M. Kilner, Naomi E. Langmore and Andrew T. D. Bennett (2003). "Conspicuous, ultravioletrich mouth colours in begging chicks". Biology Letters 270: S25. doi:10.1098/rsbl.2003.0009. Retrieved June 27, 2010.
  • Jouventin, Pierre; Nolan, Paul M.; Örnborg, Jonas; Dobson, F. Stephen (February 2005). "Ultraviolet Spots in King and Emperor Penguins". The Condor 113 (3): 144–150. doi:10.1650/7512.
  • Jupiter, Tony; Parr, Mike (2010). Parrots: A Guide to Parrots of the World. A&C Black. p. 17. ISBN 978-1-4081-3575-4.
  • Kaiser, Gary W. (2007). The Inner Bird: Anatomy and Evolution. Vancouver, BC: UBC Press. p. 19. ISBN 0-7748-1343-1.
  • Kaplan, Gisela T. (2007). Tawny Frogmouth. Collingwood, Victoria: Csiro Publishing. pp. 40–41. ISBN 0-643-09239-0.
  • King, Anthony Stuart; McLelland, John, eds. (1985). Form and Function in Birds, volume 3. London, UK: Academic Press. ISBN 0-12-407503-7.
  • Klasing, Kirk C. (1999). "Avian gastrointestinal anatomy and physiology". Seminars in Avian and Exotic Pet Medicine 8 (2): 42–50. doi:10.1016/S1055-937X(99)80036-X.
  • Lederer, Roger J. "The Role of Avian Rictal Bristles" (PDF). The Wilson Bulletin 84 (2): 193–197.
  • Madge, Steve; Burn, Hilary (1988). Wildfowl. London: Christopher Helm. pp. 143–144. ISBN 0-7470-2201-1.
  • Mayr, Gerald (2005). "A new eocene Chascacocolius-like mousebird (Aves: Coliiformes) with a remarkable gaping adaptation". Organisms, Diversity & Evolution 5: 167–171. doi:10.1016/j.ode.2004.10.013.
  • Mougeo, François; Arroyo, Beatriz E. (22 June 2006). "Ultraviolet reflectance by the cere of raptors" (PDF). Biology Letters 2 (2): 173–176. doi:10.1098/rsbl.2005.0434.
  • Mullarney, Killian; Svensson, Lars; Zetterström, Dan; Grant, Peter J. (1999). Collins Bird Guide: The Most Complete Field Guide to the Birds of Britain and Europe. London: Harper Collins. ISBN 0-00-711332-3.
  • Natural History of Birds (NHB) , by Leonard Wing
  • Newman, Kenneth B. (2000). Newman's birds by colour. Struik. p. 14. ISBN 1-86872-448-4.
  • Noble, D. G.; Davies, N.B.; Hartley, I. R.; McRae, S. B. (July 1999). "The Red Gape of the Nestling Cuckoo (Cuculus canorus) Is Not a Supernormal Stimulus for Three Common Hosts". Behaviour 136 (9): 759–777. doi:10.1163/156853999501559. JSTOR 4535638
  • O'Brien, Michael; Crossley, Richard; Karlson, Kevin (2006). The Shorebird Guide. New York: Houghton Mifflin. p. 76. ISBN 978-0-618-43294-3.
  • Ornelas, Juan Francisco. "Serrate Tomia: An Adaptation for Nectar Robbing in Hummingbirds?" (PDF). The Auk 111 (3): 703–710
  • Parejo, Deseada; Avilés, Jesús M.; Rodriguez, Juan (23 April 2010). "Visual cues and parental favouritism in a noctural bird". Biology Letters 6 (2): 171–173. doi:10.1098/rsbl.2009.0769.
  • Parkes, A. S.; Emmens, C. W. (1944). "Effect of Androgens and Estrogens on Birds". In Harris, Richard S.; Thimann, Kenneth Vivian. Vitamins and hormones, volume 2. New York, NY: Academic Press. p. 371. ISBN 0-12-709802-X.
  • Perrins, Christopher M. (1974). Birds. London, UK: Collins. p. 24. ISBN 0-00-212173-5.
  • Petrie, Chuck (2006). Why Ducks Do That: 40 Distinctive Duck Behaviors Explained and Photographed. Minocqua, WI: Willow Creek Press. p. 31. ISBN 1-59543-050-4.
  • Proctor, Noble S.; Lynch, Patrick J. (1998). Manual of Ornithology: Avian Structure and Function. New Haven, CT: Yale University Press. ISBN 0-300-07619-3.
  • Pyle, Peter; Howell, Steve N. G.; Yunick, Robert P.; DeSante, David F. (1987). Identification Guide to North America Passerines. Bolinas, CA: Slate Creek Press. pp. 6–7. ISBN 0-9618940-0-8.
  • Ralph, Charles L. (May 1969). "The Control of Color in Birds". American Zoologist 9 (2): 521–530. JSTOR 3881820.
  • Russell, Peter J.; Wolfe, Stephen L.; Hertz, Paul E.; Starr, Cecie (2008). Biology: The Dynamic Science. Vol. 2. Belmont, CA: Thomson Brooks/Cole. p. 1255. ISBN 978-0-495-01033-3
  • Saino, Nicola; Ambrosini, Roberto; Martinelli, Roberta; Ninni, Paola;; Møller, Anders Pape, N. (2003). "Gape coloration reliably reflects immunocompetence of barn swallow (Hirundo rustica) nestlings". Behavioral Ecology 14 (1): 16–22. doi:10.1093/beheco/14.1.16. Retrieved 27 June 2010.
  • Samour, Jaime, ed. (2000). Avian Medicine. London, UK: Mosby. ISBN 0-7234-2960-X.
  • Schuetz, Justin G. (October 2005). "Reduced growth but not survival of chicks with altered gape patterns". Animal Behaviour 70 (4): 839–848. doi:10.1016/j.anbehav.2005.01.007. ISSN 0003-3472.
  • Seki, Yasuaki; Bodde, Sara G (2009). "Toucan and hornbill beaks: A comparative study". Acta Biomaterialia 6: 331–343. doi:10.1016/j.actbio.2009.08.026. PMID 19699818
  • Soler, J. J.; Avilés, J. M. (2010). "Sibling Competition and Conspicuousness of Nestling Gapes in Altricial Birds: A Comparative Study". In Halsey, Lewis George. PLoS ONE 5 (5): e10509. doi:10.1371/journal.pone.0010509. PMC 2865545. PMID 20463902.
  • Starker Leopold, Aldo (1972). Wildlife of Mexico: The Game Birds and Mammals. Berkeley, CA: University of California Press. p. 202. ISBN 0-520-00724-7.
  • Stettenheim, Peter R. "The Integumentary Morphology of Modern Birds—An Overview" (PDF). Integrative and Comparative Biology 40 (4): 461–477. doi:10.1093/icb/40.4.461.
  • Tanaka, Keita D.; Morimoto, Gen; Ueda, Keisuke (2005). "Yellow wing-patch of a nestling Horsfield's hawk cuckoo Cuculus fugax induces miscognition by hosts: mimicking a gape?". Journal of Avian Biology 36 (5): 461–64. doi:10.1111/j.2005.0908-8857.03439.x.
  • Thompson, Bill; Blom, Eirik A. T.; Gordon, Jeffrey A. (2005). Identify Yourself: The 50 Most Common Birding Identification Challenges. New York: Houghton Mifflin Harcourt. p. 128. ISBN 0-618-51469-4.
  • Tobin L. Hieronymus, Witmer, Lawrence M. (2010). "Homology and Evolution of Avian Compound Rhamphothecae". The Auk 127 (3): 590–604. doi:10.1525/auk.2010.09122.
  • Whitney, William Dwight; Smith, Benjamin Eli (1911). The Century Dictionary and Cyclopedia, volume 6. New York: The Century Company. p. 4123. LCCN 11031934.
  • Zickefoose, Julie. "Backyard Mystery Birds". Bird Watcher's Digest. Retrieved 2010-06-25.