Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ξεφτέρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ξεφτέρι
Ενήλικο αρσενικό ξεφτέρι
Ενήλικο αρσενικό ξεφτέρι
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Vieillot, 1816
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Αστούριος (Accipiter)
Brisson, 1760
Είδος: A. nisus
Διώνυμο
Accipiter nisus (Αστούριος ο νίσος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Accipiter nisus dementjevi
Accipiter nisus granti
Accipiter nisus melaschistos
Accipiter nisus nisosimilis
Accipiter nisus nisus
Accipiter nisus punicus
Accipiter nisus wolterstorffi

Το Ξεφτέρι είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter nisus και περιλαμβάνει 7 υποείδη.[3][4]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. n. nisus (Linnaeus, 1758).[3]

  • Μαζί με την κοινή γερακίνα, το ξεφτέρι θεωρείται το πιο κοινό ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της Ευρώπης.[5]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σταθερή → [6]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (Hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (Falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει τη διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις).

Ο όρος nisus στην επιστημονική ονομασία του είδους αναφέρεται στον μυθολογικό Έλληνα βασιλιά των Μεγάρων Νίσο. Σύμφωνα με τον μύθο, μία από τις θυγατέρες του, η Σκύλλα, τον πρόδωσε για χάρη του Μίνωα και ο Νίσος μεταμορφώθηκε σε «αετό» (Hygini Fabulae 198, 242).[7]

Η δεξιότητά του στο κυνήγι και οι ελιγμοί του, προσέδωσαν στο πτηνό την ελληνική του ονομασία αλλά και το προσωνύμιο («ξεφτέρι») σε κάποιον που διαθέτει ευστροφία και εξαιρετικές ικανότητες στην πραγματοποίηση στόχων.[8]

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Falco Nisus. Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).[9]

Συγγενεύει φυλογενετικά με το αφρικανικό είδος A. rufiventris, ενώ η τριάδα με το -επίσης- αφρικανικό είδος A. ovampensis θεωρείται ότι συνιστά υπερείδος. Η συστηματική του είναι σχετικά ξεκάθαρη, με μόνη διαφωνία την κατάταξη του κεντρασιατικού υποείδους dementjevi (βλ. Πίνακα υποειδών).

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του Accipiter nisus
Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Κόκκινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης
Μπλε=Περιοχές διαχείμασης

Το είδος απαντά σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή), ιδιαίτερα στην Ευρασία, ενώ η παρουσία του στην Αφρική είναι λιγότερο εκτεταμένη.

Στην Ευρώπη, το ξεφτέρι εξαπλώνεται σε όλη την ήπειρο εκτός από την Ισλανδία και τις απώτατες περιοχές της Σκανδιναβίας, ως επιδημητικό πτηνό, πλην των βορείων επικρατειών (Σκανδιναβίας και Ρωσίας), όπου έρχεται μόνο για να αναπαραχθεί τα καλοκαίρια.

Η Ασία αποτελεί την κυριότερη αναπαραγωγική επικράτεια του είδους, από την τούνδρα και νοτιότερα, από την Ευρώπη στα δυτικά μέχρι την Καμτσάτκα, τη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία στα ανατολικά. Απουσιάζει από τη ΒΑ. Σιβηρία και από αρκετές ορεινές περιοχές του Καζακστάν και της Κίνας. Νότια, η εξάπλωση φθάνει μέχρι τη Ν. Ινδία και την Ινδοκίνα, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως περιοχές διαχείμασης.

Στην Αφρική, τέλος, το ξεφτέρι απαντά στα βορειοδυτικά ως καθιστικό είδος, ενώ χρησιμοποιεί τις περιοχές κατά μήκος του Νείλου για διαχείμαση, φθάνοντας νότια μέχρι την Κένυα και την Τανζανία. [10]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Accipiter nisus dementjevi Οροσειρές Κ Ασίας (Παμίρ-Αλάι, Τιεν Σαν) Ινδία, ΝΑ Ασία Αμφισβητείται από κάποιους ερευνητές και θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται στο 3
2 Accipiter nisus granti Μαδέρα και Κανάριες Νήσοι Ενδημικό στα νησιά Μικρό σε μέγεθος και σκουρόχρωμο [11] Πολύ σπάνιο (περίπου 100 ζευγάρια στη Μαδέρα και 200 ζευγάρια στα Κανάρια), κινδυνεύει από τη λαθροθηρία, την παράνομη συλλογή αβγών και την απώλεια των οικοτόπων του [12]
3 Accipiter nisus melaschistos Α Αφγανιστάν, ΙμαλάιαΘιβέτ) και ΝΔ και Κ ΚίναΣετσουάν) Κυρίως επιδημητικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, διαχειμάσεις στην Κ. Ασία Μεγαλύτερο από το 5 και με μεγαλύτερη ουρά,[13][14] σκουρογκρίζα άνω επιφάνεια σώματος και πιο σκωριόχρωμες ραβδώσεις στην κάτω.[13] Συμπεριλαμβάνει και το 1 κατά μερικούς ερευνητές
4 Accipiter nisus nisosimilis ΒΔ και Κ Σιβηρία ανατολικά προς Καμτσάτκα, Αλτάι, Β Κίνα, Κορέα και Ιαπωνία ΝΔ, Κ και Α Ασία (Ινδία, Σρι Λάνκα, Ινδοκίνα), Αφρική (μικροί αριθμοί) Ισομέγεθες ή ελαφρώς μεγαλύτερο από το 5 [15]
5 Accipiter nisus nisus Ευρώπη, ανατολικά προς ΝΔ Σιβηρία, Β Ιράν και ΝΔ Τουρκμενιστάν ΒΑ Αφρική, Μέση Ανατολή και ΝΔ Ασία Το κυριότερο υποείδος (nominate) (βλ. Μορφολογία)
6 Accipiter nisus punicus ΒΔ Αφρική, βορείως της Σαχάρας [16] (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη) Μερικώς μεταναστευτικό στα ανατολικά, επιδημητικό στα δυτικά Παρόμοιο με το 5, αλλά μεγαλύτερο και πιο ανοικτόχρωμο
7 Accipiter nisus wolterstorffi Κορσική και Σαρδηνία Ενδημικό στα νησιά Το μικρότερο υποείδος,[17] σκουρότερο στο πάνω μέρος και πιο ραβδωτό στο κάτω από το 5

(Πηγές:[10][18][19])

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευρασιατικά ξεφτέρια μεταναστεύουν νότια για το χειμώνα, από πιο κρύες περιοχές της Β. Ευρώπης και της Ασίας, κάποια στη Β. Αφρική (μερικοί πληθυσμοί μέχρι και την ισημερινή Α. Αφρική) και την Ινδία. Αντίθετα, οι πληθυσμοί των νοτιοτέρων επικρατειών είναι καθιστικοί ή διασπείρονται. Τα νεαρά άτομα αρχίζουν την αποδημία τους νωρίτερα από ό, τι οι ενήλικες, ενώ τα νεαρά θηλυκά φεύγουν νωρίτερα από τα νεαρά αρσενικά.[16] Ανάλυση δεδομένων δακτυλίωσης στην Ελιγολάνδη της Γερμανίας, διαπίστωσε ότι τα αρσενικά μεταναστεύουν σε μεγαλύτερες αποστάσεις και πιο συχνά από ό, τι τα θηλυκά. Έτσι, σε αποδημητικά πτηνά που δακτυλιώθηκαν στο Καλίνινγκραντ της Ρωσίας, η μέση διανυθείσα απόσταση κατά την ανάγνωση του δακτυλίου, ήταν 1.328 χλμ. για τα αρσενικά και 927 χλμ. για τα θηλυκά.[20]

  • Η μετανάστευση των ξεφτεριών πραγματοποιείται μοναχικά, αλλά μπορεί να συγκεντρώνονται μεγάλα σμήνη στους μεταναστευτικούς «διαδρόμους», πάνω από τα θαλάσσια περάσματα.[6]

Επίσης, μελέτη στη Ν. Σκωτία διαπίστωσε ότι, δακτυλιωμένα πουλιά που είχαν αναπαραχθεί σε «υψηλής ποιότητας» περιοχές, ανακτήθηκαν σε μεγαλύτερη αναλογία από εκείνα που προέρχονταν από «χαμηλής ποιότητας» περιοχές. Αυτό υποδηλώνει ότι, τα νεαρά άτομα που είχαν γεννηθεί σε υψηλής ποιότητας εδάφη, επιζούσαν καλύτερα. Επίσης, το ποσοστό ανάκτησης ήταν μειωμένο σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Μετά την περίοδο πτέρωσης, τα θηλυκά πουλιά διασπείρονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις από ό, τι τα αρσενικά.[21] Στο Νεπάλ, τα ξεφτέρια κινούνται υψομετρικά στα 2.440-4.200 μ., ενώ παρατηρούνται μέχρι τα 5.180 μ. κατά τη μετανάστευση.[22]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τα Σβάλμπαρντ, το Τσαντ, τη Σομαλία, τη Νότια Αφρική, τη Μαλαισία και το Μπρουνέι.[6]

  • Στην Ελλάδα -όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων-, το ξεφτέρι είναι είτε επιδημητικό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, είτε διαχειμάζον είδος, χωρίς να λείπουν και οι διαβατικοί πληθυσμοί (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[23][24][25] Από την Κρήτη αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης, κυρίως,[26], ενώ από την Κύπρο ως χειμερινός και διαβατικός επισκέπτης.[27]
Τυπικό δασικό οικοσύστημα, κατάλληλο για το ξεφτέρι

Το είδος απαντά κυρίως σε δασώδεις, απομονωμένες περιοχές, κατά προτίμηση σε μέρη όπου εναλλάσσονται κωνοφόρα και φυλλοβόλα με μικρά ξέφωτα. Είναι διαδεδομένο στα περισσότερα δάση του φάσματος κατανομής του, καθώς επίσης και σε πιο ανοικτά ενδιαιτήματα με διάσπαρτα δέντρα.[28] Τα ξεφτέρια της Ευρασίας προτιμούν να κυνηγούν στις παρυφές των δασικών περιοχών, αλλά τα πουλιά που αποδημούν, μπορεί να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον.[16] Το αυξημένο ποσοστό μέσης ηλικίας συστάδων δένδρων που δημιουργούν οι σύγχρονες τεχνικές δασοκομίας, έχει ωφελήσει το είδος, σύμφωνα με νορβηγική μελέτη.[29] Αντίθετα με το συγγενικό διπλοσάινο, το ξεφτέρι, μπορεί να δει κανείς σε κήπους και σε αστικές περιοχές [30], ενώ μπορεί να φωλιάζει ακόμη και στα πυκνά πάρκα της πόλης.[28]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα δένδρα, Κωνοφόρα, Χωριά, Θαμνότοποι και Πόλεις.[31]

  • Στην Ελλάδα, τα ξεφτέρια αναπαράγονται σε ποικίλα δασικά ενδιαιτήματα, κυρίως σε δάση κωνοφόρων, σε μεσαία ως μεγάλα υψόμετρα. Θεωρείται ότι «αντικαθιστά» το σαΐνι σε ορεινές περιοχές καθώς, εκείνο, φωλιάζει στα πεδινά. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ωστόσο, δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένους βιοτόπους -με προϋπόθεση, βέβαια, την ύπαρξη δένδρων-, οπότε παρατηρούνται ακόμη και μέσα στα αστικά πάρκα.[23]

Το ξεφτέρι είναι μετρίου μεγέθους γεράκι με, μικρό κεφάλι και, μάλλον, κοντές, πλατιές και αμβλείες πτέρυγες. Ωστόσο, είναι το μικρότερο από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter. Εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό (χρωματικό και σωματικό), με τα θηλυκά να είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα αρσενικά (περίπου 25%,[32] από τις μεγαλύτερες διαφορές στα πτηνά), ενώ έχουν μέχρι και διπλάσιο βάρος.[33]

  • Το μικρότερο μέγεθος των αρσενικών φαίνεται να ευνοήθηκε εξελικτικά, λόγω της διαχρονικά μεγαλύτερης ικανότητάς τους στο κυνήγι, κάτι που απαιτεί μικρό και ευέλικτο σώμα στο δασικό περιβάλλον.[34]
Ενήλικο θηλυκό ξεφτέρι

Η ουρά είναι κοντή, αλλά πάντοτε μακρύτερη από το εύρος των πτερύγων, με 4-5 (-6) λεπτές, κατά πλάτος σκούρες μπάρες, και μία (1) ευρύτερη τελική. Οι γραμμώσεις στα κεντρικά ερετικά φτερά δεν είναι πάντοτε ορατές στο ενήλικο θηλυκό. Όταν κάθονται, τα ξεφτέρια αναγνωρίζονται από το σχετικά μικρό ράμφος, τους λεπτούς ταρσούς και το λεπτό κάτω μέρος του σώματος. Οι ταρσοί, όπως και στα συγγενικά είδη, καλύπτονται στην εμπρόσθια επιφάνεια από ευμεγέθεις, εγκάρσιες φολίδες.[24]

  • Στα ξεφτέρια, η διάμετρος του ταρσού είναι μικρότερη από τη διάμετρο του οφθαλμού (το αντίθετο συμβαίνει στο διπλοσάινο).

Αρσενικό ♂: άνω επιφάνεια σώματος γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου, συχνά με κυανίζουσα απόχρωση. Παρειές και λεπτές οριζόντιες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά, κιτρινομπέζ/σκωριόχρωμες/κοκκινόξανθες (σπάνια με καφεγκρίζο χρώμα) που, από μακριά δίνουν την εντύπωση ενιαίου πορτοκαλί χρώματος. Πτέρυγες πιο μυτερές από του θηλυκού. Λίγο λευκό χρώμα στο ύψος των οφθαλμών. Ίριδα πορτοκαλί-κίτρινη ή πορτοκαλί-κόκκινη.

Θηλυκό ♀: μεγαλύτερο από το αρσενικό, άνω επιφάνεια σώματος γκρίζα στο χρώμα του σχιστόλιθου ή καφεγκρίζα (χωρίς κυανίζουσα απόχρωση). Οριζόντιες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά, καφεγκρίζες (σπάνια με κιτρινομπέζ απόχρωση). Ίριδα φωτεινή κίτρινη ή πορτοκαλί. Επί πλέον, φέρουν και ευρεία χαρακτηριστική ανοικτόχρωμη οφθαλμική λωρίδα από το πίσω μέρος των ματιών μέχρι τον τράχηλο.

Νεαρά άτομα: άνω επιφάνεια σώματος σκούρα καφέ, με κιτρινομπέζ πατάγιο (ορατό από κοντινή απόσταση). Το στήθος έχει ακανόνιστες ραβδώσεις παρά μπάρες, πιο διακριτές στα αρσενικά. Η ίριδα είναι κίτρινη αρχικά και αλλάζει χρώμα, αργότερα, στα αρσενικά

Ενήλικο αρσενικό ξεφτέρι
  • Οι χαρακτηριστικοί κοντράστ χρωματισμοί (countershading) μεταξύ ράχης και κοιλιάς συναντώνται ευρέως στα αρπακτικά πτηνά. Η ράχη έχει σκούρα χρώματα για να αποπροσανατολίζει τους θηρευτές και η κοιλιά έχει ανοιχτά χρώματα για να αποπροσανατολίζει τα θηράματα.[35].

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος : ♂ (28-) 30 έως 34 εκατοστά, ♀ 35 έως 38 (-42) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: ♂ (56-) 59 έως 64 (-65) εκατοστά, ♀ 67 έως 79 (-80) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 19,8 ± 0,7 εκατοστά [Εύρος 19,0 – 20,7 εκατοστά (σε δείγμα Ν=893 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 23,4 ± 0,8 εκατοστά [Εύρος 22,4 – 24,5 εκατοστά (Ν=382)]
  • Βάρος: ♂ 110 έως 196 γραμμάρια, ♀ 185-392 γραμμάρια [36]
  • Βάρος (στο Ηνωμένο Βασίλειο): ♂ 131 – 180 γραμμάρια (Ν=681), ♀ 186 – 345 γραμμάρια (Ν=248) [31]

(Πηγές:[5][22][37][38][39][40][41][24][42][32][43][44][45][46][47]

Το ξεφτέρι είναι ο κύριος θηρευτής μικρών πτηνών του δάσους,[48] αν και μόνον το 10% των επιθέσεων καταλήγει επιτυχώς.[49] Κυνηγάει με αιφνιδιαστική επίθεση, χρησιμοποιώντας φράκτες, συστάδες, οπωρώνες και λοιπές περιοχές κάλυψης κοντά στις δασικές παρυφές. Άλλωστε η επιλογή του εκάστοτε οικοτόπου υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις αυτές. Κάνει επίσης χρήση των κήπων σε κατοικημένες περιοχές, εκμεταλλευόμενο τα θηράματα που βρίσκονται εκεί.[20]

Τα αρσενικά ξεφτέρια, συνήθως κυνηγούν πουλιά που ζυγίζουν μέχρι 40 γραμμάρια, μερικές φορές έως και 120 γρ., αλλά τα θηλυκά μπορούν να χειριστούν θηράματα μέχρι 500 γρ. ή περισσότερο. Το βάρος της τροφής που καταναλώνεται καθημερινά από τα ενήλικα πτηνά, εκτιμάται σε 40-50 γρ. για τα αρσενικά και 50-70 γρ. για τα θηλυκά ξεφτέρια. Κατά τη διάρκεια ενός έτους, ένα (1) ζευγάρι θα μπορούσε να θανατώσει μέχρι 2.200 σπουργίτια, 600 κοτσύφια ή 110 φάσσες.[20] Τα είδη που τρέφονται στην ύπαιθρο χωρίς κάλυψη, καθώς και αυτά που «δίνουν στόχο» από τις κινήσεις ή τα χρώματά τους, συλλαμβάνονται πιο συχνά από τα ξεφτέρια. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν ο καλόγερος και το σπουργίτι, που είναι ευάλωτα σε επιθέσεις. Γενικά, τα ξεφτέρια μπορεί να ευθύνονται για περισσότερο από το 50% των θανάτων σε ορισμένα είδη, όμως το ποσοστό αυτό αλλάζει από περιοχή σε περιοχή.[50]

Τα αρσενικά συλλαμβάνουν, κυρίως, παπαδίτσες, σπίνους, σπουργίτια και τσιχλόνια, ενώ τα θηλυκά συλλαμβάνουν συχνά τσίχλες και ψαρόνια. Μεγαλύτερα θηράματα, όπως περιστέρια και καρακάξες, δεν πεθαίνουν αμέσως αλλά υποκύπτουν αργότερα, κατά τη διάρκεια του μαδήματος. Περισσότερα από 120 είδη πουλιών έχουν καταγραφεί ως δυνητικά θηράματα, ενώ κάποια ξεφτέρια, ως άτομα, μπορεί να ειδικεύονται σε ορισμένα είδη. Τα πουλιά που θηρεύονται είναι συνήθως ενήλικες ή νεαρά, αν και τρώγονται ενίοτε νεοσσοί στη φωλιά τους και θνησιμαία. Από τα θηλαστικά, οι νυχτερίδες και οι σκίουροι αποτελούν προτεραιότητα, ενώ τα έντομα καταναλώνονται πολύ σπάνια.[20][51]

Τα μικρά πουλιά θανατώνονται κατά την πρόσκρουση ή από τα πόδια του αρπακτικού, ειδικά από τους ισχυρούς γαμψώνυχες. Η κατανάλωση αρχίζει μετά το μάδημα των φτερών, με τους θωρακικούς μυς πρώτα, ενώ αφήνονται μόνο τα οστά, αν και μπορεί να θραυστούν με τη χρήση της ειδικής εσοχής στη ρινοθήκη του γερακιού. Όπως και σε άλλα αρπακτικά πτηνά, τα ξεφτέρια αφοδεύουν άπεπτα σφαιρίδια (pellets) από μέρη της λείας τους. Συνήθως αποτελούνται από μικρά πούπουλα, καθώς τα μεγαλύτερα δεν καταναλώνονται.[52]

Τεχνικές θήρευσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σωματότυπος του ξεφτεριού αντικατοπτρίζει και τον βιότοπο στον οποίο είναι προσαρμοσμένο να ζει και να κυνηγάει. Έχει μέτριο μέγεθος και σχετικά κοντές, στρογγυλεμένες πτέρυγες, χωρίς αιχμηρές, δρεπανοειδείς απολήξεις, για να μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα στα δέντρα, όταν καταδιώκει τη λεία του. Η ουρά του, αντιθέτως, είναι σχετικά μακριά, για να μπορεί να τη χρησιμοποιεί ως πηδάλιο κατά την πτήση.

Είναι ικανότατος θηρευτής που εκμεταλλεύεται την ταχύτητα και ευελιξία του ανάμεσα στα δένδρα, στα δασικά ενδιαιτήματα όπου διαβιοί. Συνήθως περιμένει, καλά κρυμμένο μέχρι το θήραμα να πλησιάσει, αποκαλύπτει την θέση του και πετάει γρήγορα και χαμηλά. Μπορεί να ακολουθήσει καταδίωξη, με το ξεφτέρι να προσπαθεί να αρπάξει το θύμα από το κάτω μέρος, πετώντας ακόμη και ανάποδα, ή το καταδιώκει τρέχοντας με τα πόδια μέσα στη βλάστηση. Δεν είναι τυχαίο ότι, χρησιμοποιεί μεγάλη γκάμα τεχνικών θήρευσης :[53]

  • Βραχεία αναμονή από σταθερό σημείο επόπτευσης
  • Γυροπέταγμα και κάθετη εφόρμηση
  • Πτήση σύμφωνα με το ανάγλυφο του εδάφους
  • Από θέση απόλυτης ακινησίας
  • Πτήση χαμηλά πάνω από το έδαφος (σαν τις κουκουβάγιες)
  • Με ηχοεντοεπισμό
  • Κυνήγι μέσω καταδίωξης με τα πόδια

Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, το ξεφτέρι μπορεί να πετάξει σε απόσταση 2-3 χιλιομέτρων κάθε ημέρα.

Κοντά στη φωλιά του, το ξεφτέρι εμφανίζει κρυπτική συμπεριφορά και, συνήθως, περνάει απαρατήρητο.[5] Γενικά, δεν είναι κοινωνικό πτηνό.[41] Συχνά, κινεί την ουρά του μετά από προσγείωση ενώ κάθεται σε ορθή στάση, αλλά με το κεφάλι τραβηγμένο προς τα πίσω.[43]

Ενήλικο θηλυκό ξεφτέρι εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Η πτήση του ξεφτεριού είναι πολύ χαρακτηριστική και έχει την πατέντα «φτεροκόπημα-φτεροκόπημα-αερολίσθηση». Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα σαν του περιστεριού και δίνουν ανοδική πορεία στο σώμα του, ενώ η σύντομη αερολίσθηση (glide), καθοδική. Αυτό σημαίνει ότι, η συνολική πτητική πορεία του πτηνού είναι «κυματιστή» (undulating) και όχι τόσο σταθερή όσο στο διπλοσάινο. Συνήθως πετάει χαμηλά πάνω από το έδαφος, ανάμεσα στα δένδρα και τους θάμνους, πραγματοποιώντας αιφνιδιαστικές επιθέσεις στη λεία του, ενώ δεν αποφεύγει τα πάρκα και τους κήπους των πόλεων, όπως το διπλοσάινο.[5]

Το θηλυκό ξεφτέρι μπορεί να συγχέεται με το αρσενικό διπλοσάινο κατά την πτήση, δεδομένου ότι έχουν παρόμοιο μέγεθος. Ωστόσο, πέρα από την «κυματιστή» πτήση, το ξεφτέρι εμφανίζει διαφορετική σιλουέτα, με στενότερη ουρά στη βάση της, οξύτερες γωνίες σε πιο τετραγωνισμένη ουρά, κοντύτερο λαιμό και λεπτότερο σώμα.[5]

Αντίθετα, στην παρατήρηση πεδίου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει από το σαΐνι. Μερικές φορές παρατηρείται να αιωροπορεί (soaring), συχνά κάνοντας κύκλους,[42] με τις πτέρυγες και την ουρά πιο ανοικτές από ό, τι στην πτήση σε ευθεία γραμμή.[41]

  • Η σιλουέτα του ξεφτεριού κατά την πτήση, θυμίζει έντονα εκείνη του κούκου.[42]

Μελέτη σε δασική περιοχή της Νορβηγίας έδειξε ότι, το μέσο μέγεθος του ζωτικού χώρου των ξεφτεριών ήταν 9,2 χμ² για τα αρσενικά και 12,3 χμ² για τα θηλυκά. Αυτός ο ζωτικός χώρος, ήταν μεγαλύτερος από εκείνον σε αντίστοιχες μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, «πιθανώς λόγω της χαμηλότερης παραγωγικότητας και της συναφούς χαμηλότερης πυκνότητας θηραμάτων [σε σχέση με τη νορβηγική περιοχή μελέτης]».[29]

Η περίοδος φωλιάσματος είναι από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο, ανάλογα με την επικράτεια.[19] Το ξεφτέρι φωλιάζει σε εκτεταμένες περιοχές δασών, συχνά κωνοφόρων ή μικτών, προτιμώντας δάσος με δομή ούτε πολύ πυκνή, ούτε πολύ αραιή, για να καταστεί δυνατή η διαφυγή σε περίπτωση ανάγκης. Η φωλιά μπορεί να βρίσκεται στις διχάλες δέντρων, ή σε ένα μεγάλο, οριζόντιο κλαδί στον κάτω δασικό θόλο, ή στην κορυφή ενός ψηλού θάμνου. Συνήθως, προτιμώνται τα κωνοφόρα. Νέα φωλιά κατασκευάζεται κάθε έτος, συνήθως κοντά στη φωλιά του προηγούμενου έτους, μερικές φορές, χρησιμοποιώντας παλιές φωλιές άλλων πουλιών.

Νεοσσοί ξεφτεριού στη φωλιά τους

Η φωλιά είναι μια πλατιά κατασκευή από ξερά κλαδιά, χαλαρά τοποθετημένα μεταξύ τους και με απλή επίστρωση από μικρά κλαδιά με φύλλα.[54]. Έχει μήκος έως 60 εκατοστά και μέση διάμετρο 60 εκατοστά, επίσης.[20] Την περισσότερη εργασία αναλαμβάνει το θηλυκό, με μικρή βοήθεια από το αρσενικό.

  • Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, το ενήλικο αρσενικό χάνει ένα μικρό ποσό του βάρους του, διότι πραγματοποιείται περαιτέρω σίτιση της συντρόφου του, για τη θρέψη των νεοσσών.[55]

Η γέννα αποτελείται από (2-) 4 έως 5 (-7) ελαφρώς υποελλειπτικά και πιτσιλωτά αβγά, διαστάσεων 39,8 Χ 31,8 χιλιοστών [54] και βάρους 22,5 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[31] Εάν καταστραφεί κάποιο, είναι πολύ πιθανόν να γεννηθούν ακόμη 1-2 αβγά, μικρότερα όμως από τα πρώτα.[20] Η εναπόθεση γίνεται κάθε 2-4 ημέρες. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του 2ου ή 3ου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί, (32-) 33 έως 35 ημέρες για κάθε αβγό, αλλά 42 ημέρες συνολικά, για όλη την ωοτοκία.[40][54]

Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Το θηλυκό τούς σιτίζει εντατικά για τις πρώτες 4-5 ημέρες, με το αρσενικό να φέρνει τροφή. Κατόπιν, το θηλυκό αρχίζει και αυτό να κυνηγάει και να εφοδιάζει τη φωλιά. Οι νεοσσοί πτερώνονται στις 13-28 ημέρες (τα αρσενικά προηγούνται των θηλυκών) και, 15 ημέρες μετά, αρχίζουν να τρέφονται μόνοι τους. Πραγματοποιούν την πρώτη πτήση στις 32 ημέρες, περίπου, αλλά παραμένουν μαζί με τους γονείς τους για τις επόμενες 27 ημέρες, περίπου.[54] Το ποσοστό επιβίωσης τον πρώτο χρόνο είναι 34%, με το 69% των ενηλίκων να επιβιώνουν από το ένα έτος στο άλλο. Η θνησιμότητα στα νεαρά αρσενικά είναι μεγαλύτερη από εκείνη των νεαρών θηλυκών, ενώ η τυπική διάρκεια ζωής είναι 4 έτη.

Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται μεταξύ 1-3 ετών.[56] Τα περισσότεροι ξεφτέρια της Ευρασίας παραμένουν στην ίδια περιοχή για μία (1) αναπαραγωγική περίοδο, ωστόσο, κάποια διατηρούν την ίδια περιοχή μέχρι και οκτώ χρόνια. Αλλαγή του συντρόφου προκαλεί, συνήθως, αλλαγή στην περιοχή φωλιάσματος, ενώ τα γηραιότερα πουλιά τείνουν να παραμένουν στην ίδια περιοχή. Οι αποτυχημένες προσπάθειες αναπαραγωγής προωθούν την αλλαγή του εδάφους φωλιάσματος, ενώ τα πτηνά που διατηρούν τα ίδια εδάφη εμφανίζουν υψηλότερη αναπαραγωγική επιτυχία.[57]

Στους φυσικούς θηρευτές του είδους συμπεριλαμβάνονται η τυτώ, ο χουχουριστής, το διπλοσάινο, ο πετρίτης, ο χρυσαετός, ο μπούφος, η κόκκινη αλεπού και τα κουνάβια.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νεαρό ξεφτέρι στην Ουγγαρία

Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Το ίδιο ισχύει για την Ελλάδα, αν και πάντοτε η λαθροθηρία και οι τυχαίες δηλητηριάσεις από εντομοκτόνα ή φάρμακα που προορίζονται για άλλα ζώα, αποτελούν διαχρονικά σοβαρούς κινδύνους. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μάλιστα, η δηλητηρίαση από το εντομοκτόνο κυκλοδιένιο («Αλντρίν»), είχε πάρει τραγικές διαστάσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με αποτέλεσμα, ο πληθυσμός του είδους να πέσει στο μισό.[16]

Επίσης, στις χώρες όπου καλλιεργείται ευρέως η ενασχόληση με τα ταχυδρομικά περιστέρια, υπάρχει έντονη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του συγκεκριμένου χόμπυ και της Ορνιθολογικής Κοινότητας.[58]

Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[59] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί»), η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Σουηδία.[60]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ξεφτέρι είναι αρκετά διαδεδομένο στα ηπειρωτικά, κυρίως όμως στα βόρεια και κεντρικά και λιγότερο στην Πελοπόννησο. Απουσιάζει από τα περισσότερα νησιά ως αναπαραγόμενο είδος, εκτός από 2-3 νησιά του Αιγαίου και Ιονίου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όμως, επειδή στους ήδη υπάρχοντες πληθυσμούς προστίθενται και μεταναστευτικοί, είναι πιο κοινό είδος οπότε εμφανίζεται και σε πολλά νησιά.[23] Ωστόσο, πουθενά οι ενδημικοί πληθυσμοί δεν παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα.[61]

Οι πρώτες χειμερινές αφίξεις πραγματοποιούνται από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η εαρινή αποδημία έχει ήδη ολοκληρωθεί στα μέσα με τέλη Μαρτίου. Υπάρχουν, επίσης, αποκλειστικά διαβατικοί πληθυσμοί, αλλά λίγα στοιχεία υπάρχουν για τη μεταναστευτική συμπεριφορά του ξεφτεριού στη χώρα, καθόσον αυτή «επικαλύπτεται» από τους ενδημικούς και διαχειμάζοντες πληθυσμούς. Πάντως, παρατηρείται περισσότερο κατά τη φθινοπωρινή, παρά κατά την εαρινή μετανάστευση.[62]

Το Ξεφτέρι απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Τσιχλογέρακας, Τσιχλογέρακο [63] και Τζικλοσιάχινο (Κύπρος).[64]

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:

  1. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Όντρια, τέως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η απόδοση των 3 ειδών του γένους Accipiter που απαντούν στον ελλαδικό χώρο, γίνεται με τη γενική λέξη Σαΐνι.[65] Το πρόβλημα είναι ότι, στον όρο αυτό, συμπεριλαμβάνεται και η ομώνυμη λέξη που αντιστοιχεί σε ένα (1) από τα τρία ελληνικά είδη, το Accipiter brevipes που -ορθά- αποδίδεται με την ίδια λέξη.
  2. Σύμφωνα με τους έμπειρους γνώστες των αρπακτικών πτηνών της Ελλάδας Γιώργο Χανδρινό και Αχιλλέα Δημητρόπουλο, υπάρχει αναφορά για το γένος Accipiter με την ελληνική απόδοση Αστούριος.[66] Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος δεν έχει «περάσει» στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και σωστός.
  3. Σύμφωνα, τέλος, με τον Βασίλη Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το γένος Accipiter αποδίδεται γενικευμένα με τον όρο «μη γνήσια γεράκια», σε αντιπαράθεση με τα «γνήσια γεράκια» του γένους Falco.[67]

Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Β.Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι
  3. 3,0 3,1 Howard & Moore, p. 107
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175333
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Mullarney et al, p. 112
  6. 6,0 6,1 6,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695624/0
  7. ΠΛΜ, 45:236
  8. Μπαμπινιώτης, σ. 1224»
  9. Brisson
  10. 10,0 10,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22695624
  11. Génsbøl
  12. http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/wildbirds/threatened/a/accipiter_nisus_granti_en.htm
  13. 13,0 13,1 Ferguson-Lees & Christie
  14. Rasmussen & Anderton, p. 99
  15. Karasyov & Isabekov
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Forsman
  17. Baker
  18. Howard and Moore, p. 107
  19. 19,0 19,1 http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-sparrowhawk-accipiter-nisus
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 BWPi
  21. Newton & Rothery
  22. 22,0 22,1 Grimmett et al, p. 128
  23. 23,0 23,1 23,2 Handrinos & Akriotis, p. 135-6
  24. 24,0 24,1 24,2 Όντρια (Ι), σ. 74
  25. RDB, p. 152
  26. Σφήκας, σ. 31
  27. Σφήκας, σ. 28
  28. 28,0 28,1 Jonsson
  29. 29,0 29,1 Selås & Rafoss
  30. http://www.bto.org/volunteer-surveys/gbw/gardens-wildlife/garden-birds/a-z-garden-birds/sparrowhawk
  31. 31,0 31,1 31,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob2690.htm
  32. 32,0 32,1 Robinson
  33. del Hoyo et al
  34. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob2690.htm
  35. Newton, pp. 28–30
  36. del Hoyo et al, p.56
  37. Harrison & Greensmith, p. 98
  38. Flegg, p. 88
  39. Heinzel et al, p. 92
  40. 40,0 40,1 Perrins, p. 96
  41. 41,0 41,1 41,2 Bruun, p. 80
  42. 42,0 42,1 42,2 Scott & Forrest, p. 62
  43. 43,0 43,1 Singer, p. 135
  44. http://www.ibercajalav.net
  45. planetofbirds.com
  46. ΠΛΜ, 16:316
  47. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 92, 182
  48. Post & Götmark
  49. Burton
  50. Newton
  51. Speakman
  52. Brown et al
  53. Newton, p. 102-5
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 Harrison, p. 98
  55. Newton et al
  56. del Hoyo et al, p. 158
  57. Newton, 2001
  58. RSPB Scotland Parliamentary Briefing: Sparrowhawks and Racing Pigeons. Edinburgh: Royal Society for the Protection of Birds. 2008
  59. http://www.iucnredlist.org/details/[νεκρός σύνδεσμος] full/22695624/0
  60. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2015. 
  61. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 92
  62. Handrinos & Akriotis, p. 136
  63. Απαλοδήμος, σ. 49
  64. http://avibase.bsc-eoc.org/
  65. Όντρια (I), σ. 84
  66. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 92, 94
  67. («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  • Baker, Kevin (1993). Identification Guide to European Non-Passerines. BTO Guide 24. Thetford: British Trust for Ornithology. pp. 174–176. ISBN 0-903793-18-0.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brisson, Mathurin Jacques (1760). Ornithologie; ou, Méthode contenant la division des oiseaux en ordres, sections, genres, espéces & leurs variétés. pp. 28, 310
  • Brown, R.; Ferguson, J.; Lawrence, M.; Lees, D. (1999). Tracks & Signs of the Birds of Britain & Europe – an Identification Guide. London: Helm. pp. 76, 89. ISBN 0-7136-3523-1.
  • BWPi: The Birds of the Western Palearctic on interactive DVD-ROM. London: BirdGuides Ltd. and Oxford University Press. 2004. ISBN 1-898110-39-5.
  • Burton, Robert (2006). Garden Bird Behaviour. New Holland. p. 134. ISBN 1-84537-597-1.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Forsman, Dick (1999). The Raptors of Europe and The Middle East: a Handbook of Field Identification. London: Christopher Helm. pp. 244–255. ISBN 0-7136-6515
  • Génsbøl, Benny (2008). Birds of Prey. Collins. pp. 146–153. ISBN 0-00-724814-8.
  • Holloway, S. (1996). The Historical Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland. London: T. & A.D. Poyser Ltd. pp. 116–117. ISBN 0-85661-094-1.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Jonsson, Lars (1996). Birds of Europe. London: Helm. pp. 134–135. ISBN 0-7136-4422-2.
  • Karasyov, Vladilen; Isabekov, Askar. Eurasian Sparrowhawk. Birds of Kazakhstan.
  • Nielsen, J. T.; Moller, A. P. 2006. Effects of food abundance, density and climate change on reproduction in the sparrowhawk Accipiter nisus. Oecologia 149: 505-518.
  • Newton, Ian (1986) The Sparrowhawk. T & A.D. Poyser Ltd. Calton. ISBN 0-85661-041-0
  • Newton, I. (2001). Causes and consequences of breeding dispersal in the Sparrowhawk Accipiter nisus (PDF). Ardea 89: 143–154
  • Newton, I.; Rothery, P. (2000). Post-fledging recovery and dispersal of ringed Eurasian Sparrowhawks Accipiter nisus. Journal of Avian Biology 31 (2): 226–236. doi:10.1034/j.1600-048X.2000.310214.x. JSTOR 3676996.
  • Newton, I.; Marquiss, M.; Village, A. (April 1983). Weights, breeding, and survival in European Sparrowhawks (PDF). The Auk 100 (2): 344–354
  • Post, P.; Götmark, F. (1996). Prey selection by Sparrowhawks, Accipiter nisus: relative predation risk for breeding passerine birds in relation to their size, ecology and behaviour. Philosophical Transactions: Biological Sciences 351 (1347): 1559–1577. Bibcode:1996RSPTB.351.1559G. doi:10.1098/rstb.1996.0141.
  • Rasmussen, P. C.; Anderton, J.C. (2005). Birds of South Asia. The Ripley Guide. Vol 2. Smithsonian Institution & Lynx Edicions. ISBN 84-87334-67-9.
  • Robinson, R.A. Sparrowhawk Accipiter nisus [Linnaeus, 1758] . BirdFacts: profiles of birds occurring in Britain & Ireland. British Trust for Ornithology.
  • Selås, V.; Rafoss, T. (1997). Ranging behaviour and foraging habitats of breeding Sparrowhawks Accipiter nisus in a continuous forested area in Norway. Ibis 141 (2): 269–276. doi:10.1111/j.1474-919X.1999.tb07549.x.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Speakman, J.R. (1991). The impact of predation by birds on bat populations in the British Isles. Mammal Review 21 (3): 123–42. doi:10.1111/j.1365-2907.1991.tb00114.x.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»