Μετάβαση στο περιεχόμενο

up

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

up (en) (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

up (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πάνω, ψηλά, προς ή σε υψηλότερη θέση
      Who is up there?
    Ποιος είναι εκεί πάνω;
      Your mom said you were up here.
    Η μαμά σου είπε ότι ήσουν εδώ πάνω.
      Two men were up on the roof, repairing a leak.
    Δύο άντρες ήταν πάνω στη στέγη, επισκευάζοντας μια διαρροή.
      You look nice with your hair up.
    Φαίνεσαι ωραία με τα μαλλιά σου πιασμένα πάνω.
      Lay the cards face up on the table.
    Βάλε τα φύλλα με την όψη προς τα πάνω πάνω στο τραπέζι.
      The smoke rose straight up in the still air.
    Ο καπνός ανέβαινε ίσια ψηλά στον ήσυχο αέρα.
      They live up in the mountains.
    Ζούνε ψηλά στα βουνά.
      He jumped (up) from his chair.
    Πήδηξε από την καρέκλα του.
      The sun was already up when they left.
    Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει όταν ξεκίνησαν.
      It didn’t take much time to set up the tent.
    Δεν πήρε πολύ ώρα να στήσει τη σκηνή.
      I pinned the notice up on the wall.
    Καρφίτσωσα την ανακοίνωση στον τοίχο.
      She tries to stay under water but she floats back up.
    Προσπαθεί να μείνει κάτω από το νερό, αλλά επιπλέει ξανά στην επιφάνεια.
  2. που βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό ή αξία
      She turned up the volume.
    Ανέβασε την ένταση.
      Shares in the company are up (by) 1.9 percent.
    Οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί κατά 1,9 τοις εκατό.
  3. πλησιάζω, στο μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή κάτι
      A car drove/pulled up and he got in.
    Ένα αυτοκίνητο πλησίασε και μπήκε μέσα.
      Pull up your chair!
    Πλησίασε την καρέκλα σου!
      He brought the glass (up) to his lips.
    Πλησίασε το ποτήρι στα χείλη του.
      A stranger came up to me.
    Με πλησίασε ένας ξένος.
      Tell him to go up to the microphone.
    Πες του να πλησιάσει το μικρόφωνο.
      She went straight (up) to the door and knocked loudly.
    Πήγε κατευθείαν στην πόρτα και χτύπησε δυνατά.
  4. ξύπνιος, ξυπνητός
      Their songs kept me up all night.
    Τα τραγούδια τους με κράτησαν ξύπνιο όλη τη νύχτα.
      I was up all night.
    Πέρασα τη νύχτα ξύπνιος.
      I stayed up late last night.
    Έμεινα ξύπνιος μέχρι αργά χθες το βράδυ.
      I’ve been up since seven.
    Είμαι ξυπνητή από τις εφτά.
     συνώνυμα: awake
  5. πηγαίνω σε ένα μέρος, ειδικά σε μια μεγάλη πόλη
      We are going (up) to New York for the day.
    Θα πάμε στη Νέα Υόρκη για μία μέρα.
  6. έχει τελειώσει ένα χρονικό διάστημα
      Time is up.
    Πέρασε η ώρα.
     συνώνυμα:  δείτε το επίρρημα over

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

up (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

up (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]