up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]up (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα
[επεξεργασία]up (en) (χωρίς παραθετικά)
- πάνω, ψηλά, προς ή σε υψηλότερη θέση
- ⮡ Who is up there?
- Ποιος είναι εκεί πάνω;
- ⮡ Your mom said you were up here.
- Η μαμά σου είπε ότι ήσουν εδώ πάνω.
- ⮡ Two men were up on the roof, repairing a leak.
- Δύο άντρες ήταν πάνω στη στέγη, επισκευάζοντας μια διαρροή.
- ⮡ You look nice with your hair up.
- Φαίνεσαι ωραία με τα μαλλιά σου πιασμένα πάνω.
- ⮡ Lay the cards face up on the table.
- Βάλε τα φύλλα με την όψη προς τα πάνω πάνω στο τραπέζι.
- ⮡ The smoke rose straight up in the still air.
- Ο καπνός ανέβαινε ίσια ψηλά στον ήσυχο αέρα.
- ⮡ They live up in the mountains.
- Ζούνε ψηλά στα βουνά.
- ⮡ He jumped (up) from his chair.
- Πήδηξε από την καρέκλα του.
- ⮡ The sun was already up when they left.
- Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει όταν ξεκίνησαν.
- ⮡ It didn’t take much time to set up the tent.
- Δεν πήρε πολύ ώρα να στήσει τη σκηνή.
- ⮡ I pinned the notice up on the wall.
- Καρφίτσωσα την ανακοίνωση στον τοίχο.
- ⮡ She tries to stay under water but she floats back up.
- Προσπαθεί να μείνει κάτω από το νερό, αλλά επιπλέει ξανά στην επιφάνεια.
- ⮡ Who is up there?
- που βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό ή αξία
- ⮡ She turned up the volume.
- Ανέβασε την ένταση.
- ⮡ Shares in the company are up (by) 1.9 percent.
- Οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί κατά 1,9 τοις εκατό.
- ⮡ She turned up the volume.
- πλησιάζω, στο μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- ⮡ A car drove/pulled up and he got in.
- Ένα αυτοκίνητο πλησίασε και μπήκε μέσα.
- ⮡ Pull up your chair!
- Πλησίασε την καρέκλα σου!
- ⮡ He brought the glass (up) to his lips.
- Πλησίασε το ποτήρι στα χείλη του.
- ⮡ A stranger came up to me.
- Με πλησίασε ένας ξένος.
- ⮡ Tell him to go up to the microphone.
- Πες του να πλησιάσει το μικρόφωνο.
- ⮡ She went straight (up) to the door and knocked loudly.
- Πήγε κατευθείαν στην πόρτα και χτύπησε δυνατά.
- ⮡ A car drove/pulled up and he got in.
- ξύπνιος, ξυπνητός
- πηγαίνω σε ένα μέρος, ειδικά σε μια μεγάλη πόλη
- ⮡ We are going (up) to New York for the day.
- Θα πάμε στη Νέα Υόρκη για μία μέρα.
- ⮡ We are going (up) to New York for the day.
- έχει τελειώσει ένα χρονικό διάστημα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πρόθεση
[επεξεργασία]up (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]up (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- up the pressure: εντείνω τις πιέσεις
- up the effort: εντείνω την προσπάθεια
Πηγές
[επεξεργασία]- up (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, περνώ