true
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | true |
συγκριτικός | truer / more true |
υπερθετικός | truest / most true |
Επίθετο
[επεξεργασία]true (en)
- αληθινός, είναι αλήθεια, αληθεύει
- ⮡ It is true.
- Είναι αλήθεια.
- ⮡ This is not true.
- Αυτό δεν είναι αλήθεια.
- ⮡ Is the news true?
- Είναι τα νέα αλήθεια;
- ⮡ Is it true that he resigned?
- Αληθεύει ότι παραιτήθηκε;
- ⮡ It is true.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- true - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 31. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλήθεια, αληθεύω