slowly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | slowly |
συγκριτικός | more slowly |
υπερθετικός | most slowly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]slowly (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- slowly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 788-789. ISBN 9780194325684., λήμμα: σιγά