por

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

por (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

por (pl) αρσενικό

  1. πράσο
  2. πόρος (μικρό άνοιγμα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]