outwards

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός outwards
συγκριτικός more outwards
υπερθετικός most outwards

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outwards < outward + -s

Επίρρημα

[επεξεργασία]

outwards (en)

  • προς τα έξω, μακριά από το κέντρο ή από ένα συγκεκριμένο σημείο
    ⮡  I was swimming outwards when it started to rain.
    Κολυμπούσα προς τα έξω όταν ξεκίνησε να βρέχει.
     συνώνυμα: outward