Μετάβαση στο περιεχόμενο

knot

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
knot knots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knot (en)

  1. ο κόμπος
      I tie/make knots in a rope.
    Δένω/φτιάχνω κόμπους σε ένα σχοινί.
      He tied two ropes in a knot.
    Έδεσε κόμπο δυο σχοινιά.
  2. ο κόμβος (μονάδα μέτρησης)
  3. ο ρόζος του ξύλου
     συνώνυμα:: gnarl (μεγάλη προεξοχή)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knot (pl) αρσενικό

  1. το φιτίλι