get
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- get < (κληρονομημένο) μέση αγγλική get < παλαιά νορβηγική geta < πρωτογερμανική ʒetanan (πβ. αγγλοσαξονικό gietan, γοτθικό bi-gitan) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghéd-
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
get | gets |
get (en) (σπανιότερα)
- ο απόγονος
- η γενεαλογία
- (αθλητισμός) δύσκολη απόκρουση μιας βολής στο τένις
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | get |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets |
αόριστος | got |
παθητική μετοχή | got, gotten |
ενεργητική μετοχή | getting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό) |
get (en)
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, λαμβάνω κάτι
- ⮡ Have you gotten news from him?
- Πήρες ειδήσεις του;
- ⮡ He gets more money than me.
- Παίρνει περισσότερα χρήματα από μένα.
- ⮡ I got the gift (you sent me) and I thank you.
- Πήρα το δώρο (που μου στείλατε) και σας ευχαριστώ.
- ⮡ Did you get my message?
- Έλαβες το μήνυμά μου;
- ⮡ We got your letter dated the 5th of April.
- Ελάβαμε την επιστολή σας της 5 ης Απριλίου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receive
- ⮡ Have you gotten news from him?
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, βγάζω, αποκτώ κάτι
- ⮡ -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
- -«Τι θα πάρεις;» -«Θα πάρω ένα κονιάκ.»
- ⮡ You need to get permission to leave early.
- Πρέπει να πάρεις άδεια για να φύγεις νωρίς.
- ⮡ I am getting something from the drawer.
- Βγάζω κάτι από το συρτάρι.
- ⮡ We just got another member in the family.
- Μόλις αποχτήσαμε κι άλλο ένα μέλος στην οικογένεια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obtain
- ⮡ -“What are you going to get?” -“I’ll get a cognac.”
- (μεταβατικό) παίρνω, αγοράζω κάτι
- ⮡ I will get a new car.
- Θα πάρω καινούργιο αυτοκίνητο.
- ⮡ I’m going to get a computer tomorrow.
- Θα πάρω/αγοράσω ένα κομπιούτερ αύριο.
- ⮡ We need to get gas as soon as possible.
- Πρέπει να πάρουμε πετρέλαιο το συντομότερο.
- ⮡ He got me a gold watch.
- Μου πήρε ένα χρυσό ρολόι.
- ⮡ What will you get me from Paris?
- Τι θα μου πάρεις από το Παρίσι;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy
- ⮡ I will get a new car.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, αποκτώ ή λαμβάνω ένα χρηματικό ποσό πουλώντας κάτι
- (μεταβατικό) παίρνω, φέρνω, πηγαίνω σε ένα μέρος και φέρνω κάποιον ή κάτι πίσω
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο βαθμό σε μια εξέταση ή μια τάξη
- ⮡ I get good grades.
- Παίρνω καλούς βαθμούς.
- ⮡ I got 18 in History.
- Πήρα (βαθμό) 18 στην Ιστορία.
- ⮡ I get good grades.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) κολλάω, αρχίζω να προσβληθεί από αρρώστια, υποφέρω από πόνο, κτλ.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) τρώω φυλακή, λαμβάνω κάτι ως τιμωρία
- ⮡ He got 6 years for that job.
- Έφαγε 6 χρόνια για αυτή τη δουλειά.
- ⮡ He got 6 years for that job.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι στο διαδίκτυο ή σε τηλεφωνικό δίκτυο, λαμβάνω εκπομπές από έναν συγκεκριμένο τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό
- ⮡ All the villages get phone reception.
- Όλα τα χωριά συνδέονται με τηλέφωνο.
- ⮡ All the villages get phone reception.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) συνδέομαι με κάποιον μέσω τηλεφώνου
- ⮡ I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
- Του τηλεφώνησα πολλές φορές αλλά δεν μπόρεσα να συνδεθώ (μαζί του).
- ⮡ Can you get me through to the Manager, please?
- Μπορείτε να με συνδέστε με το Διευθυντή, παρακαλώ;
- ⮡ I called him up many times, but I couldn’t get through (to him).
- (αμετάβατο) βρίσκομαι, φτάνω σε κάποιο μέρος ή σημείο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βγαίνω, μπαίνω, πηγαίνω, περνάω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, προχωρώ προς ή από ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια συγκεκριμένη κατεύθυνση· κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
- ⮡ I got out to get some fresh air.
- Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα.
- ⮡ The burglar got in and got out through the window./The burglar got in and out through the window.
- Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο.
- ⮡ I am getting on the train/the ship/the airplane.
- Μπαίνω στο τρένο/στο πλοίο/στο αεροπλάνο.
- ⮡ I am getting in the car./I am getting into the car.
- Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
- ⮡ The ship got into the port.
- Tο πλοίο μπήκε στο λιμάνι.
- ⮡ He is in pain because a thorn got in his foot.
- Πονάει, γιατί του μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι.
- ⮡ The dust had gotten in everywhere.
- Η σκόνη είχε μπει παντού.
- ⮡ Get over here!
- Πήγαινε εκεί πέρα!
- ⮡ Can you get me across the lake?
- Μπορείς να με περάσεις απέναντι στην λίμνη.
- ⮡ I am getting on the ship./I am getting onto the ship.
- Ανεβαίνω στο πλοίο.
- ⮡ We will be getting on a train/plane/bus.
- Θα ανέβουμε σε τρένο/αεροπλάνο/λεωφορείο.
- ⮡ She got on the horse/the bike.
- Ανέβηκε στο άλογο/ποδήλατο.
- ⮡ Get off/Get down right now!
- Κατέβα αμέσως!
- ⮡ I will get off at the next stop.
- Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
- ⮡ We got down from the tree./We got off of the tree.
- Κατεβήκαμε από το δέντρο.
- ⮡ I got out to get some fresh air.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) παίρνω ένα μεταφορικό μέσο
- γίνομαι, κάνω, πάω ή οποιαδήποτε άλλα ρήματα που δηλώνουν κατάσταση· φτάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση· κάνω κάποιον ή κάτι να φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ The situation got very difficult.
- Η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη.
- ⮡ Maria got well.
- Η Μαρία έγινε καλά.
- ⮡ How does it get so complicated?
- Πώς γίνεται τόσο περίπλοκο;
- ⮡ Things have gotten so expensive.
- Τα πράγματα έχουν γίνει τόσο ακριβά.
- ⮡ That song gets me so depressed.
- Αυτό το τραγούδι με κάνει λυπημένο.
- ⮡ I couldn’t get him to laugh.
- Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
- ⮡ He was hoping that things would get better.
- Ήλπιζε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα.
- ⮡ It got dark and we had yet to arrive.
- Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
- ⮡ I am getting very tired and I’m going to sleep.
- Κουράζομαι πολύ και θα πάω για ύπνο.
- ⮡ What will you be when you get older?
- Τη θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
- ⮡ I am on the third page and I have already gotten bored of this book.
- Είμαι στην τρίτη σελίδα και έχω ήδη βαρεθεί αυτό το βιβλίο.
- ⮡ Your coffee will get cold.
- Θα κρυώσει ο καφές σου.
- ⮡ I am getting very hot, open a window!
- Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
- ⮡ The situation got very difficult.
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να συμβεί ή να γίνει. Υπάρχουν πολλές μεταφράσεις γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλές πράξεις. Κάποια κοινά παραδείγματα:
- τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
- ⮡ I got done with the cleaning.
- Τελείωσα με το καθάρισμα.
- ⮡ I will never get this worked finished!
- Δεν θα τελειώσω ποτέ αυτή τη δουλειά!
- ⮡ I got done with the cleaning.
- κουρεύω, για μαλλιά
- ⮡ When did you last get your hair cut?
- Πότε κουρεύτηκες τελευταία;
- ⮡ When did you last get your hair cut?
- βάζω, βγάζω, για ρούχα
- ⮡ I can't get these boots off.
- Δεν μπορώ να βγάλω αυτές τις μπότες.
- ⮡ I can't get these boots on.
- Δεν μπορώ να βάλω αυτές τις μπότες.
- ⮡ I can't get these boots off.
- τελειώνω, για δουλειές ή δραστηριότητες
- (μεταβατικό) καταφέρνω, βάζω, κάνω ή πείθω κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
- ⮡ She got him to agree to it.
- Τον κατάφερε να συμφωνήσει.
- ⮡ I can’t get the car to start.
- Δεν τα καταφέρνω να βάλω μπρος το αυτοκίνητο.
- ⮡ I got him to chop the wood.
- Τον έβαλα να κόψει τα ξύλα.
- ⮡ I got them to paint my house.
- Έβαλα να μου βάψουν το σπίτι.
- ⮡ They got me to repeat the story.
- Με έκαναν να επαναλάβω την ιστορία.
- ≈ συνώνυμα: make
- ⮡ She got him to agree to it.
- (μεταβατικό) πηγαίνω, βάζω εμπρός, αρχίζω να κάνω κάτι
- ⮡ We ought to get moving or we'll be late.
- Πρέπει να πηγαίνουμε, θ' αργήσουμε.
- ⮡ Before we could get it going…
- Πριν μπορέσουμε να τη βάλουμε εμπρός…
- ⮡ We had gotten the project well under way when…
- Είχαμε βάλει εμπρός τη δουλειά ωραία όταν…
- ⮡ The news has got me thinking.
- Τα νέα με έβαλαν σε σκέψεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη start
- ⮡ We ought to get moving or we'll be late.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) μπορώ, προλαβαίνω, έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι
- ⮡ At last, I got to see him.
- Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
- ⮡ I didn’t get to go yesterday.
- Δεν μπόρεσα να πάω χτες.
- ⮡ I didn’t get to finish it yesterday.
- Δεν πρόλαβα να το τελειώσω χθες.
- ⮡ He died young, he didn’t get to grow old.
- Πέθανε νέος, δεν πρόλαβε να γεράσει.
- ⮡ At last, I got to see him.
- (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) παίρνω, ετοιμάζω ένα γεύμα
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) απαντάω στο τηλέφωνο ή σε μια πόρτα όταν κάποιος καλεί, χτυπά κτλ.
- (μεταβατικό) πιάνω ή δέρνω κάποιον, ειδικά για να τον βλάψω ή να τον τιμωρήσω
- ⮡ The cops finally got him.
- Οι αστυνόμοι τελικώς τον έπιασαν.
- ⮡ I’m gonna get him for that.
- Θα τον δείρω γι' αυτό.
- ⮡ The cops finally got him.
- (μεταβατικό) χτυπώ ή πληγώνω κάποιον
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) καταλαβαίνω, πιάνω, μπαίνω, ακούω καλά ώστε να καταλάβω· νιώθω, καταλαβαίνω και συμμερίζομαι κάποιον
- ⮡ I didn’t get what he said/his name.
- Δεν κατάλαβα τι είπε/το όνομά του.
- ⮡ Did you get it?
- Μπήκες;
- ⮡ Say that again, I didn’t get it!
- Ξαναπέσ' το, δεν μπήκα!
- ⮡ Sorry, I didn't get that. Could you repeat it?
- Συγγνώμη, δεν άκουσα καλά. Μπορείτε να επαναλάβετε;
- ⮡ I don’t have a person who gets me.
- Δεν έχω έναν άνθρωπο που να με νιώθει.
- ⮡ I don’t get you.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- ⮡ I don’t get young people.
- Δεν καταλαβαίνω τους νέους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ⮡ I didn’t get what he said/his name.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, ανεπίσημο) στριμώχνω, δυσκολεύω πχ. για ερώτηση, πρόβλημα, κάνω κάποιον να αισθάνεται σύγχυση επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
- χρησιμοποιείται για να σχηματιστούν παθητικοί τύποι αντί του ρήματος be
- ⮡ He got
wasbitten by a dog.- Αυτός δαγκώθηκε από έναν σκύλο.
- ⮡ She was getting
beingpaid by the man for years.- Πληρωνόταν από τον άντρα για χρόνια.
- ⮡ You need to get
beexamined by a doctor.- Πρέπει να σε κοιτάξει γιατρός.
- ⮡ He got
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Λήμματα με τον όρο 'get' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'get' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Συγγενικά και Παράγωγα
Πηγές
[επεξεργασία]- get - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 153, 154, 161, 424, 474, 491-492, 643-644, 692-695, 844, 897-898. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκτώ, βάζω, βαθμός, βγάζω, καταλαβαίνω, κουρεύω, λαμβάνω, παίρνω, περνώ, συνδέω, τρώ(γ)ω
Λουξεμβουργιανά (lb)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]get (lb)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]get (sv)
- (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Λουξεμβουργιανή γλώσσα
- Αντωνυμίες (λουξεμβουργιανά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Θηλαστικά (σουηδικά)
- Ζώα (σουηδικά)