Μετάβαση στο περιεχόμενο

phrasal verb

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
phrasal verb phrasal verbs

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

phrasal verb (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]