cigarro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
cigarro cigarros

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cigarro (es) αρσενικό

  1. πούρο
  2. (Χιλή) τσιγάρο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cigarro < (άμεσο δάνειο) ισπανική cigarro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
cigarro cigarros

cigarro (pt) αρσενικό

  1. το τσιγάρο