δάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δάνειο | τα | δάνεια |
γενική | του | δανείου & δάνειου |
των | δανείων |
αιτιατική | το | δάνειο | τα | δάνεια |
κλητική | δάνειο | δάνεια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δάνειο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δάνειον[1] < → και δείτε τη λέξη δάνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈða.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δά‐νει‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάνειο ουδέτερο
- (οικονομία) χρηματικό ποσό που έχει δανείσει κάποιος σε άλλον
- ↪ πήρα το αυτοκίνητο με άτοκο δάνειο
- (γλωσσολογία)
- (γενικά) γλωσσικός δανεισμός → δείτε τον όρο γλωσσικό δάνειο (τα είδη δανείων)
- (ειδικότερα) άμεσος δανεισμός λέξης (ή άλλου στοιχείου) μιας γλώσσας που εισήλθε σε μία συγκεκριμένη στιγμή από άλλη γλώσσα, με την επαφή των ομιλητών. Είναι ακουστικό, λαϊκό (των ομιλητών) και όχι λόγιο δάνειο.
- ↪ οι λέξεις βουλκανιζατέρ, φιξάρω, λάμπα είναι δάνεια από τα γαλλικά, ενώ οι λέξεις αντικομφορμιστής, βιβλιοκριτικός είναι λόγια δάνεια από τα γαλλικά
- ≈ συνώνυμα: ακουστικό δάνειο, προφορικό δάνειο, λαϊκό δάνειο
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
δανει-
δανει-
- αδάνειστος
- αλληλοδανείζονται
- αλληλοδανεισμός
- αναδανεισμός
- αντιδανειακός
- αντιδάνειο
- δανειακός
- δανειακώς
- δανείζω, δανείζομαι
- δανεικός
- δανειοδότης / δανειοδότρια
- δανειοδότηση
- δανειοδοτικός
- δανειοδοτώ
- δανειολήπτης / δανειολήπτρια
- δανειοληπτικός
- δάνειος
- δάνεισμα
- δανεισμός
- δανειστήριο
- δανειστής / δανείστρια
- δανειστικός
- ενεχυροδανειστήριο
- ενεχυροδανειστής / ενεχυροδανείστρια
- ενεχυροδανειστικός
- θαλασσοδάνειο
- ναυτοδάνειο
- χρησιδάνειο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γλωσσικό δάνειο
- Δανεισμοί της νεοελληνικής γλώσσας στο Βικιλεξικό
- Δάνεια της νεοελληνικής γλώσσας στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δάνειο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δάνειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)