μπουφές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπουφές | οι | μπουφέδες |
γενική | του | μπουφέ | των | μπουφέδων |
αιτιατική | τον | μπουφέ | τους | μπουφέδες |
κλητική | μπουφέ | μπουφέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπουφές αρσενικό
- γεύμα με ποικιλία εδεσμάτων όπου τα φαγητά βρίσκονται σε πιατέλες σε ένα τραπέζι και οι καλεσμένοι πηγαίνουν εκεί και σερβίρονται μόνοι τους στο πιάτο τους
- το τραπέζι (ή ο χώρος) όπου τοποθετούνται τα φαγητά σε ένα τέτοιο γεύμα
- ξύλινο έπιπλο (ντουλάπι αλλά όχι εντοιχισμένο) όπου φυλάσσονται πιατικά, σερβίτσια, κρύσταλλα κλπ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)