κουζίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουζίνα | οι | κουζίνες |
γενική | της | κουζίνας | των | κουζινών |
αιτιατική | την | κουζίνα | τις | κουζίνες |
κλητική | κουζίνα | κουζίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουζίνα < (άμεσο δάνειο) βενετική cusina (δείτε και την ιταλική cucina) < λατινική coquina, θηλυκό του coquinus (μαγειρικός) → δείτε τη λέξη coquo (μαγειρεύω)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kuˈzi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ζί‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουζίνα θηλυκό
- o χώρος όπου ετοιμάζονται και μαγειρεύονται οι τροφές
- ⮡ μια φωτισμένη κουζίνα
- ※ Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω κάτι να φάμε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (γαστρονομία) η μαγειρική τέχνη της ετοιμασίας και μαγειρικής των τροφών
- ⮡ η γαλλική κουζίνα, η κινεζική κουζίνα
- (συσκευή) πάνω στην οποία ψήνονται οι τροφές
- ⮡ ηλεκτρική κουζίνα, το μάτι της κουζίνας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το δωμάτιο
|
η συσκευή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)