δανείζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δανείζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δανείζω < → δείτε τη λέξη δάνειον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðaˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νεί‐ζω

δανείζω, πρτ.: δάνειζα, αόρ.: δάνεισα, παθ.φωνή: δανείζομαι, π.αόρ.: δανείστηκα, μτχ.π.π.: δανεισμένος

  1. παραχωρώ προσωρινά σε κάποιον κάτι που μου ανήκει και αυτός έχει την υποχρέωση να μου το επιστρέψει
    ⮡  Του δάνεισα το βιβλίο μου.
  2. δίνω σε κάποιον χρήματα και αυτός έχει υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με τόκο
    ⮡  Η τράπεζά μας σας δανείζει με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δανείζω < δάνει(ον) + -ζω: θέμα όπως στο δάνος, δανε(σ-) + -ίζω [1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. DGE - δανείζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.