δανείζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δανείζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δανείζω < → δείτε τη λέξη δάνειον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðaˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐νεί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]δανείζω, πρτ.: δάνειζα, αόρ.: δάνεισα, παθ.φωνή: δανείζομαι, π.αόρ.: δανείστηκα, μτχ.π.π.: δανεισμένος
- παραχωρώ προσωρινά σε κάποιον κάτι που μου ανήκει και αυτός έχει την υποχρέωση να μου το επιστρέψει
- ⮡ Του δάνεισα το βιβλίο μου.
- δίνω σε κάποιον χρήματα και αυτός έχει υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με τόκο
- ⮡ Η τράπεζά μας σας δανείζει με τα χαμηλότερα επιτόκια της αγοράς.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δάνειο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δανείζω | δάνειζα | θα δανείζω | να δανείζω | δανείζοντας | |
β' ενικ. | δανείζεις | δάνειζες | θα δανείζεις | να δανείζεις | δάνειζε | |
γ' ενικ. | δανείζει | δάνειζε | θα δανείζει | να δανείζει | ||
α' πληθ. | δανείζουμε | δανείζαμε | θα δανείζουμε | να δανείζουμε | ||
β' πληθ. | δανείζετε | δανείζατε | θα δανείζετε | να δανείζετε | δανείζετε | |
γ' πληθ. | δανείζουν(ε) | δάνειζαν δανείζαν(ε) |
θα δανείζουν(ε) | να δανείζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάνεισα | θα δανείσω | να δανείσω | δανείσει | ||
β' ενικ. | δάνεισες | θα δανείσεις | να δανείσεις | δάνεισε | ||
γ' ενικ. | δάνεισε | θα δανείσει | να δανείσει | |||
α' πληθ. | δανείσαμε | θα δανείσουμε | να δανείσουμε | |||
β' πληθ. | δανείσατε | θα δανείσετε | να δανείσετε | δανείστε | ||
γ' πληθ. | δάνεισαν δανείσαν(ε) |
θα δανείσουν(ε) | να δανείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δανείσει | είχα δανείσει | θα έχω δανείσει | να έχω δανείσει | ||
β' ενικ. | έχεις δανείσει | είχες δανείσει | θα έχεις δανείσει | να έχεις δανείσει | έχε δανεισμένο | |
γ' ενικ. | έχει δανείσει | είχε δανείσει | θα έχει δανείσει | να έχει δανείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δανείσει | είχαμε δανείσει | θα έχουμε δανείσει | να έχουμε δανείσει | ||
β' πληθ. | έχετε δανείσει | είχατε δανείσει | θα έχετε δανείσει | να έχετε δανείσει | έχετε δανεισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δανείσει | είχαν δανείσει | θα έχουν δανείσει | να έχουν δανείσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δανεισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δανεισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δανεισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δανεισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δανείζομαι | δανειζόμουν(α) | θα δανείζομαι | να δανείζομαι | ||
β' ενικ. | δανείζεσαι | δανειζόσουν(α) | θα δανείζεσαι | να δανείζεσαι | ||
γ' ενικ. | δανείζεται | δανειζόταν(ε) | θα δανείζεται | να δανείζεται | ||
α' πληθ. | δανειζόμαστε | δανειζόμαστε δανειζόμασταν |
θα δανειζόμαστε | να δανειζόμαστε | ||
β' πληθ. | δανείζεστε | δανειζόσαστε δανειζόσασταν |
θα δανείζεστε | να δανείζεστε | (δανείζεστε) | |
γ' πληθ. | δανείζονται | δανείζονταν δανειζόντουσαν |
θα δανείζονται | να δανείζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δανείστηκα | θα δανειστώ | να δανειστώ | δανειστεί | ||
β' ενικ. | δανείστηκες | θα δανειστείς | να δανειστείς | δανείσου | ||
γ' ενικ. | δανείστηκε | θα δανειστεί | να δανειστεί | |||
α' πληθ. | δανειστήκαμε | θα δανειστούμε | να δανειστούμε | |||
β' πληθ. | δανειστήκατε | θα δανειστείτε | να δανειστείτε | δανειστείτε | ||
γ' πληθ. | δανείστηκαν δανειστήκαν(ε) |
θα δανειστούν(ε) | να δανειστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δανειστεί | είχα δανειστεί | θα έχω δανειστεί | να έχω δανειστεί | δανεισμένος | |
β' ενικ. | έχεις δανειστεί | είχες δανειστεί | θα έχεις δανειστεί | να έχεις δανειστεί | ||
γ' ενικ. | έχει δανειστεί | είχε δανειστεί | θα έχει δανειστεί | να έχει δανειστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δανειστεί | είχαμε δανειστεί | θα έχουμε δανειστεί | να έχουμε δανειστεί | ||
β' πληθ. | έχετε δανειστεί | είχατε δανειστεί | θα έχετε δανειστεί | να έχετε δανειστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δανειστεί | είχαν δανειστεί | θα έχουν δανειστεί | να έχουν δανειστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δανεισμένος - είμαστε, είστε, είναι δανεισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δανεισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δανεισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δανεισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δανεισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δανεισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δανεισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δανείζω
Πηγές
[επεξεργασία]- δανείζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δανείζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → ζητούμενο λήμμα
- άλλες μορφές: δανίζω (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ DGE - δανείζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
[επεξεργασία]- δανείζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δανείζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)