Σουβλόπαπια
Σουβλόπαπια | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενική -αριστερά- και θηλυκή σουβλόπαπια
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Anas acuta (Νήσσα η οξεία) [i] Linnaeus, 1758 |
Η Σουβλόπαπια είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αφρόπαπιες [ii] που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anas acuta και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [4]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους, anas, έχει άγνωστη προέλευση, που δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Κατά μίαν εκδοχή είναι λατινική λέξη (anas-atis) με ινδοευρωπαϊκή προέλευση (anut, antis) και με τη σημασία που τής αποδίδεται («νήσσα», «πάπια»).[5] Υπάρχει όμως και η εκδοχή της σύνθετης λέξης a + nas, οπότε αποκτά ελληνική προέλευση, με το β’ συνθετικό να προέρχεται από το νέω ≪κολυμπώ≫ (άσχετο προς το ρ. νέω ≪γνέθω, κλώθω≫, πρβλ. λ. νήμα), ενώ το α προσετέθη αργότερα.[6] Το αρχ. νέω ≪κολυμπώ≫ αποτελεί την ασθενή βαθμ. τού ινδοευρωπαϊκού sna- ≪πλέω, κολυμπώ≫, πβ. σανσκρ. snati ≪πλένομαι≫, λατ. nare | natare ≪κολυμπώ≫ (> γαλλ. natation ≪κολύμβηση≫, ισπ. natacion) κ.ά.].[7][8]
Ο λατινικός όρος acuta στην επιστημονική ονομασία του είδους προέρχεται από το ρήμα acuo «ακονίζω, οξύνω» [9] που, με τη σειρά της, έχει ως ρίζα την ελληνική λέξη ακίς «ακίδα» < ινδοευρ. αЌ «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός».[10] Η ονοματοδοσία είναι προφανής, παραπέμποντας στην οξεία ουρά του αρσενικού, στο αναπαραγωγικό πτέρωμα. Τα ίδια ισχύουν τόσο για την αγγλική (Pintail), όσο και την ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους.
- Υπάρχει αναφορά στη λόγια ονομασία του είδους ως «Νήσσα η οξύουρος».[11] Είναι προφανές ότι, έγινε προσπάθεια «εισαγωγής» τού μορφολογικού στοιχείου της ουράς στην ελληνική ονομασία, ωστόσο, η απόδοση είναι τεχνητή διότι στη λατινική ονομασία δεν υπάρχει το συγκεκριμένο δομικό στοιχείο, παρόλο που, «οπτικά», είναι ορθός ο συσχετισμός.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, υπό τη σημερινή του ονομασία (Σουηδία, 1758). Φυλογενετικά, συγγενεύει με τα είδη A. georgica και A. eatoni.[2] Με το πρώτο, γενετική έρευνα υποθέτει ότι, σχηματίζει μονοφυλετικό γκρουπ, ενώ με το δεύτερο ότι, σχηματίζει υπερείδος.[12]
Υβρίδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αγριόπαπιες, η σουβλόπαπια σχηματίζει υβρίδια με άλλα είδη όπως: Anas acuta x Mareca strepera (καπακλής), Anas acuta x Spatula querquedula σαρσέλα, Aix sponsa x Anas acuta, Mareca americana x Anas acuta, Anas crecca (κιρκίρι) x Anas acuta, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη) x Anas acuta, Anas acuta x Spatula clypeata (χουλιαρόπαπια), κ.α.
Γεωγραφική εξάπλωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε όλο σχεδόν το Βόρειο ημισφαίριο, (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαϊκή, Νεαρκτική και Νεοτροπική) ενώ έχει εισαχθεί στη Ν. Αφρική και την Αυστραλία.
Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο, αλλά με διάσπαρτη κατανομή, κυρίως ως πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, με μικρούς μόνο θύλακες όπου παραμένει όλο το έτος ως καθιστικό. Σε πολλές περιοχές, πάντως, στα κεντρικά και βόρεια, δεν ανευρίσκεται. Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος της Παλαιαρκτικής, σε μιαν ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Φινλανδία και τη Ρωσία στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής υποαρκτικής περιοχής στην τάιγκα, φθάνει μέχρι την απώτατη ΒΑ. Ρωσία, στην Καμτσάτκα, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει πολύ χαμηλά, από τις Μαλδίβες και τη Σρι Λάνκα, μέχρι την Ινδοκίνα και τις Φιλιππίνες, ως χειμερινός επισκέπτης.
Στην Αφρική, η σουβλόπαπια απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό, κυρίως στις μεσογειακές χώρες και σε αυτές παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι τη λίμνη Βικτόρια και τη Β. Τανζανία. Επίσης, διαχειμάζει σε μεγάλη, εκτεταμένη ζώνη που αρχίζει από τις ακτές του Ατλαντικού, στο ύψος της Σενεγάλης και δυτικότερα μέσω των χωρών βορείως του ισημερινού, φθάνοντας στην Αιθιοπία και τη Σομαλία ανατολικά, στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας.
Η Αμερική αποτελεί, επίσης, πολύ σημαντική αναπαραγωγική επικράτεια, με μεγάλους και συμπαγείς πληθυσμούς να είναι εγκατεστημένοι μόνιμα στα βορειοδυτικά, από το ύψος της Αλάσκας και όλο σχεδόν τον Καναδά, νότια μέχρι τις Ν. ΗΠΑ και ανατολικά μέχρι το ύψος των Μεγάλων Λιμνών. Νοτιότερα, μεγάλοι διαχειμάζοντες πληθυσμοί φθάνουν σε ολόκληρο το Μεξικό, την Καραϊβική, τη Χαβάη και τη ΒΔ. Νότια Αμερική μέχρι την Κολομβία και τη Βενεζουέλα.[13]
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σουβλόπαπια απαντά σε όλες τις επικράτειες όπου κατανέμεται, ως πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν και λίγοι καθιστικοί πληθυσμοί, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική (πέραν των εισηγμένων στο Νότιο ημισφαίριο).
Οι πληθυσμοί της Ισλανδίας πιθανόν κινούνται προς την Ιρλανδία ή τη Βρετανία. Οι πληθυσμοί της Β. Ρωσίας, της ΒΔ. Σιβηρίας, της Φινοσκανδιναβίας και της Βαλτικής μεταναστεύουν ΝΔ. προς την Ολλανδία και τις Βρετανικές Νήσους. Οι, πολύ μεγάλοι, αναπαραγωγικοί πληθυσμοί από τη Λευκορωσία, την κυρίως Ρωσία και τη Δ. Σιβηρία κατευθύνονται τον χειμώνα προς τη Μεσόγειο και στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και, πιθανώς, προς τη Δ. Αφρική. Οι φθινοπωρινές μεταναστεύσεις πραγματοποιούνται, ανάλογα με τους τόπους αναπαραγωγής, από τα μέσα Αυγούστου έως τις αρχές Σεπτεμβρίου. Το πέρασμα μέσα από την Ευρώπη γίνεται τον Αύγουστο, με κορύφωση από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι το Νοέμβριο. Συνήθως, τα αρσενικά προηγούνται των θηλυκών λόγω πρωιμότερης έκδυσης (moulting). Ωστόσο, μπορούν να ακολουθήσουν και οψιμότερα ταξίδια ανάλογα με τη διάθεση του καιρού, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι εαρινές αναχωρήσεις από τη Δ. Αφρική ξεκινάνε ήδη στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ από τη Δ. Ευρώπη στα τέλη Φεβρουαρίου ή τον Μάρτιο, με τις πρώτες αφίξεις στην τούνδρα, στα τέλη Μαΐου. Οι πιο σημαντικές μεταναστευτικές οδοί τείνουν να ακολουθούν τις ακτές, με συνήθως μικρό αριθμό ταξιδιών δια μέσου της ηπειρωτικής Κ. Ευρώπης.[14] Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ, το πτηνό έχει καταγραφεί να μεταναστεύει στα 4.650 μ.[15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τη Βραζιλία, την Μποτσουάνα και την Γκαμπόν, τις Μαλδίβες και τις Σεϋχέλλες, την Τζαμάικα και τη Γουαδελούπη, την Αυστραλία και τη Γαλλική Πολυνησία.[4]
- Στην Ελλάδα, η σουβλόπαπια απαντά κυρίως ως διαχειμάζον είδος ή ως κοινός διαβατικός επισκέπτης, κατά τη μετανάστευση.[16][17][18][19] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιος χειμερινός επισκέπτης,[20] ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως πολύ κοινός χειμερινός επισκέπτης και κοινός διαβατικός, εαρινός επισκέπτης.[21]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναπαραγωγική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος δείχνει την προτίμησή του στα ανοικτά πεδινά βοσκοτόπια,[22] τα λιβάδια στην τούνδρα [23] που περιέχουν γλυκό νερό και τους υφάλμυρους ή αλμυρούς υγρότοπους με ρηχά νερά (10-30 εκατοστά βάθος [22]) για τη διευκόλυνση της βόσκησης.[24] Επίσης, τα ρηχά έλη γλυκού νερού,[23][25][26] μικρές ελώδεις λίμνες, ποταμοί αργής ροής,[23][25][26] πλημμυρισμένα πεδινά εδάφη,[27] και λιμνάζοντα νερά αποχετεύσεων (νότια Αφρική).[26] Από θέμα βλάστησης, προτιμώνται οι λίμνες με χαμηλή, αλλά πυκνή βλάστηση στις όχθες και οι υγρότοποι με διάσπαρτα θαμνώδη αλσύλλια ή συστάδες.[23]
Μη-αναπαραγωγική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του χειμώνα συχνάζει σε μεγάλες λίμνες,[28] υφάλμυρες παράκτιες λιμνοθάλασσες,[25][27][28] υφάλμυρα [27] και αλμυρά έλη,[29] ρηχές εκβολές ποταμών με φρέσκα ή υφάλμυρα ύδατα,[22][23][30] παλιρροιακά πλατώματα,[27] δέλτα ποταμών [22] με παρακείμενες γεωργικές εκτάσεις (π.χ. καλαμιώνες [22]) και διάσπαρτες κατακρατήσεις.[23]
- Στην Ελλάδα, η σουβλόπαπια τον χειμώνα, δείχνει ισχυρή προτίμηση στις παράκτιες λιμνοθάλασσες με αλμυρά και υφάλμυρα ύδατα, ενώ παρατηρείται πολύ λιγότερα σε περιοχές με γλυκά νερά [31] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως όλες οι αγριόπαπιες, η σουβλόπαπια εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι μεγαλύτερο και βαρύτερο. Η σουβλόπαπια είναι από τις μεγάλες ευρωπαϊκές αφρόπαπιες, ισομεγέθης ή λίγο μεγαλύτερη από την πρασινοκέφαλη, εάν συνυπολογιστεί και η ουρά, αλλά πιο λεπτή και «κομψή».[32] Το σημαντικότερο διαγνωστικό της στοιχείο είναι η εξαιρετικά μυτερή ουρά του αρσενικού, που έχει αυτό το σχήμα εξαιτίας των επιμηκυσμένων κεντρικών πηδαλιωδών φτερών, από τα 16 ζεύγη, συνολικά.[33] Οι πτέρυγες είναι μακριές, λεπτές και μυτερές, ο λαιμός μακρύς και στενός αλλά με μικρό κεφάλι. Το ράμφος είναι ημικυλινδρικό, κυανόχρωμο ή μελανό, ενώ η ρινοθήκη εμφανίζει λεπτά, επιμήκη ελάσματα κατά πλάτος των χειλέων, ελάχιστα ορατά εξωτερικά.[33]
Η -αρσενική- αναπαραγόμενη σουβλόπαπια είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη στην παρατήρηση πεδίου («απαραγνώριστη», unmistakable), και μόνον από την πολύ μυτερή μαύρη ουρά της. Πέραν τούτου, διαθέτει σοκολατί-καφέ κεφάλι και πάνω μέρος λαιμού, ενώ το κάτω μέρος του λαιμού και του στήθους είναι λευκά, κάνοντας αντίθεση με τα προηγούμενα. Μάλιστα, το λευκό υπεισέρχεται στα πλαϊνά του λαιμού, μέχρι το πίσω μέρος του τραχήλου, σαν λεπτή γραμμή. Το κάτοπτρο, διακριτό κυρίως κατά την πτήση, είναι μαυροοπράσινο με πλατύ, λευκό περιθώριο στο πίσω μέρος και αχνό, καφεκίτρινο στο μπροστινό. Η κοιλιά είναι λευκή, οι πλευρές γκρίζες με όμορφα, λεπτά γραμμικά μοτίβα, η ράχη καφεγκρίζα και οι ταρσοί γκρίζοι.[34]
Η θηλυκή σουβλόπαπια είναι αρκετά διαφορετική σε χρώματα, και μοιάζει με τη θηλυκή πρασινοκέφαλη, ωστόσο, είναι λεπτότερη, με σκούρο γκρι ράμφος. Το κεφάλι της είναι ομοιόμορφο καφετί και κάνει αντίθεση με το υπόλοιπο γκριζόχρωμο σώμα, με πιο αδρές, σκούρες περιοχές. Το κάτοπτρο είναι σκούρο καφετί με πλατύ λευκό περιθώριο που διακρίνεται από πολύ μακριά κατά την πτήση. Η κοιλιά είναι ανοικτή λευκωπή-καφέ.[32]
- Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, το αρσενικό «χάνει» τα φωτεινά του χρώματα και αποκτά ένα μουντό πτέρωμα (eclipse), που μοιάζει αρκετά με εκείνο του θηλυκού, αλλά διατηρούνται τα μοτίβα της άνω επιφανείας του σώματος, ενώ τα φτερά της ωμοπλάτης είναι μακρύτερα και γκριζότερα από του θηλυκού. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν, επίσης, με το θηλυκό αλλά εμφανίζονται με κηλίδες και πιο ραβδωτά.[32]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος χωρίς τα επιμήκη φτερά της ουράς: 51 έως 58 (-62) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 79 έως 89 (-95) εκατοστά
- Μήκος επιμηκυμένων φτερών ουράς του ♂: 10 εκατοστά, περίπου
- Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 27,7 ± 1,0 εκατοστά [Εύρος 26,4 – 28,9 εκατοστά (σε δείγμα Ν=253 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 25,9 ± 0,8 εκατοστά [Εύρος 24,4 – 27,0 εκατοστά (Ν=176)]
- Βάρος: ♂ 790 – 1.250 γραμμάρια (Ν=188), ♀ 620 – 1.050 γραμμάρια (Ν=151) [35]
(Πηγές:[34][36][37][14][38][39][40][41][42][43][44][45][46][47][48][49])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σουβλόπαπια θεωρείται παμφάγο πτηνό [25] και οπορτουνιστής, με τη δίαιτα να αποτελείται από φύκη,[30] σπέρματα, [26] κόκκους δημητριακών,[25] ρύζι [30] αποταμιευτικούς κονδύλους (π.χ. πατάτες) [25][26][30] φυτικά μέρη αναδυομένων και υδρόβιων φυτών, βούρλα [25][26] και διάφορα αγρωστώδη [26][30] Η ζωική ύλη περιλαμβάνει υδρόβια ασπόνδυλα (π.χ. έντομα, μαλάκια και μαλακόστρακα), αμφίβια [25][26][30] και μικρά ψάρια.[25]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αρσενικά αφήνουν πρώτα τις περιοχές αναπαραγωγής από το Μάιο έως τις αρχές Ιουνίου για να υποδυθούν σε εκτεταμένη μετα-μεταναστευτική έκδυση, με τα θηλυκά να έπονται.[28] Κατά τη διάρκεια της πτερόρροιας, μεγάλα, φυλετικά ξεχωριστά,[27] σμήνη συγκεντρώνονται στις περιοχές αλλαγής πτερώματος [24] (π.χ. στις Κάτω Χώρες και τη Ρωσία), αν και μικρές συναθροίσεις είναι επίσης δυνατές.[28] Η περίοδος αυτή διαρκεί για περίπου 4 εβδομάδες,[23][28] μεταξύ του Ιουλίου και του Αυγούστου,[28] οπότε οι ενήλικες δεν μπορούν να πετάξουν. Κατόπιν, τα σμήνη κινούνται προς το νότο έως τις θέσεις διαχείμασης, από τα μέσα Αυγούστου και μετά.[27][28] Το είδος είναι πολύ κοινωνικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα και κατά τη διέλευση, συχνά σχηματίζοντας τεράστιες συναθροίσεις [27][28] (αν και το μέγεθος του σμήνους εξαρτάται από το μέγεθος του υγροτόπου).[22] Τότε, τα πουλιά τρέφονται τη νύκτα,[30][26] ενώ κουρνιάζουν την ημέρα στην ανοικτή θάλασσα.[30] Κατά την πτήση, οι πτέρυγες του πτηνού παράγουν έναν χαρακτηριστικό συριστικό ήχο.[45]
Η σουβλόπαπια ανήκει στις λεγόμενες αγριόπαπιες επιφανείας (αφρόπαπιες), οι οποίες αναζητούν την τροφή τους πάνω στο νερό, ή λίγο κάτω από αυτό. Συνήθως, «σαρώνουν» την επιφάνεια με το ράμφος τους και αφήνουν το νερό να εκρεύσει από τα χείλη του ράμφους, συγκρατώντας την τροφή στο εσωτερικό του και σπάνια καταδύονται.
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου στις νότιες επικράτειες και διαρκεί μέχρι τα μέσα Ιουνίου στις βόρειες. Το φώλιασμα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο,[41] γίνεται ανά μοναχικά ζευγάρια ή χαλαρές ομάδες,[25] όπου οι φωλιές απέχουν μόλις 2-3 μ. μεταξύ τους.[24] Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά βρίσκεται ανάμεσα στην χαμηλή βλάστηση, τα ρείκια και το γρασίδι, ή σε μικρές νησίδες.[50] Συνήθως, είναι κοντά στο νερό, αλλά δεν αποκλείεται να απέχει μέχρι και 1 χλμ. από αυτό.[22][24] Η φωλιά είναι μια απλή, ρηχή κοιλότητα στο έδαφος, καλυμμένη στη βλάστηση ή εκτεθειμένη, που επιστρώνεται με παρακείμενο γρασίδι, φτερά και πτίλα.[51]
Η γέννα αποτελείται από (6-) 7 έως 9 (-12) ελλειπτικά, υποελλειπτικά ή μακρόστενα αβγά, διαστάσεων 54,2 Χ 37,5 χιλιοστών [50] και βάρους 45 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 7% είναι κέλυφος.[35]. Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 25 έως 26 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί, μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-45 ημέρες, περίπου.[41][52]
- Πολλές φορές, η σουβλόπαπαια προσποιείται την τραυματισμένη για να παρασύρει τυχόν εισβολέα, μακριά από τη φωλιά, ακριβώς όπως κάνουν οι αβοκέτες.[38]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος απειλείται από την απώλεια των ενδιαιτημάτων του, τόσο στις θέσεις αναπαραγωγής, όσο και διαχείμασης.[28] Η ανάκτηση παράκτιων περιοχών για βιομηχανική ανάπτυξη αποτελεί απειλή στην Ευρώπη, όπως και τα μεγάλα σχέδια εκτροπής ποταμών που απειλούν την άρδευση των περιοχών διαχείμασης στον Νίγηρα και τη Νιγηρία.[28] Το είδος απειλείται επίσης από τη ρύπανση πετρελαίου, την αποξήρανση των υγροτόπων, την εξόρυξη τύρφης, την αλλαγή των πρακτικών διαχείρισης υγροτόπων (η μειωμένη βόσκηση και το κούρεμα του γρασιδιού στα λιβάδια οδηγούν στην υπερ-ανάπτυξη θάμνων), όπως και το κάψιμο και κούρεμα των καλαμιώνων στη Ρωσία.[53]
Μπορεί να υποφέρει από αναπαραγωγική δυσλειτουργία, ως αποτέλεσμα συσσώρευσης σεληνίου (Se) στο ήπαρ, το οποίο περιέχεται σε υπο-επιφανειακά ύδατα από κακή διαχείριση υγροτόπων στην Καλιφόρνια, με βιοσυσσώρευση του στοιχείου στην τροφική αλυσίδα.[54] Επίσης, κινδυνεύει από τις άγριες γάτες (Felis catus) και τους αρουραίους (Rattus norvegicus) στα νησιά.[25] Το είδος είναι ευαίσθητο στην αλλαντίαση [55] και στη γρίπη των πτηνών (ιδιαίτερα στο στέλεχος H5N1), επομένως, απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[56][57]
Κυνήγι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σουβλόπαπια υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.[24][58] Ως άμεση συνέπεια του κυνηγιού, υφίσταται εκτεταμένη δηλητηρίαση από τον μόλυβδο που εμπεριέχεται στα κυνηγετικά σκάγια [59] (Baldassarre και ΒοΙθπ 1994), ή τον λευκό φωσφόρο (Αλάσκα).[29]
Επίσης, θηρεύεται για «αναψυχή» στη Βόρεια Αμερική,[59] τη Δανία,[60] το δέλτα του Πάδου στην Ιταλία [61] και στο Ιράν.[62] Τέλος, τα αβγά του συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στην Ισλανδία,[63] ενώ χρησιμοποείται για τους σκοπούς της «παραδοσιακής ιατρικής» στη Νιγηρία.[64]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική.[4][65]
Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ουκρανία.[65]
Κατάσταση στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σουβλόπαπια είναι κοινό διαχειμάζον είδος, κυρίως από τις αρχές Νοεμβρίου (ή λίγο νωρίτερα κατά τη μετανάστευση), μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Η Ελλάδα φιλοξενεί το 21% περίπου, του συνολικού διαχειμάζοντος πληθυσμού της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Ο Έβρος και ο Αμβρακικός αποτελούν σημαντικές θέσεις διαχείμασης [66], όχι όμως πλέον το Κοτύχι και οι λιμνοθάλασσες της Θράκης, όπως παλαιότερα.[67]
Τα στοιχεία των μεταναστευτικών αριθμών παραμένουν ελλιπή (ΝΕ) [68] αλλά είναι βέβαιο ότι οι διαβατικοι πληθυσμοί είναι μικρότεροι από τους διαχειμάζοντες. Τα περισσότερα πουλιά έχουν ήδη φύγει στα τέλη Μαρτίου αν και, περιστασιακά, παρατηρούνται ακόμη άτομα μέχρι τον Απρίλιο και τις αρχές Μαΐου.[31]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο η Σουβλόπαπια απαντά και με τις ονομασίες: Θαλασσοπάπι, Θαλασσόπαπια, Κιλκιρίκι, Μαυρονούρα, Σουβλακίδα (Βοιωτία), Σουβλοκώλα, Σουβλοκώλι, Σουβλοπάπι, Σουφλοκώλι, Σουφλοκώλια (Νιοχώρι Αιτωλίας), Σφηνοκώλα, Τσουφλοκώλα (Ακαρνανία), Χελιδονάτη (Κρήτη), Χελιδονούρα (Αττική), Χελιδονωτό, Ψαλίδα (ΕΟΕ και Ορεστιάδα), Ψαλιδάς, Ψαλιδονούρα (Μεσολόγγι και Λεσίνι Αιτωλίας), Ψαλιδωτό [11] και Σουβλονούρα (Κύπρος).[69]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Περί της ορθής απόδοσης οξεία, βλ. Ονοματολογία
ii. ^ Οι αφρόπαπιες, μέλη της υποοικογένειας Anatinae, περιλαμβάνουν εκέινες τις αγριόπαπιες που συνηθίζουν να τρέφονται στην επιφάνεια του νερού, ή λίγο κάτω από αυτήν, χωρίς να καταδύονται.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Howard and Moore, p. 65
- ↑ 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 67
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175074
- ↑ 4,0 4,1 4,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22680301/0
- ↑ http://fr.wikipedia.org/wiki/Sarcelle_d%27hiver
- ↑ http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
- ↑ Μπαμπινιώτης, σ. 1180
- ↑ ΠΛΜ, 45: 450
- ↑ Valpy, p. 5
- ↑ ΠΛΜ, 5: 268
- ↑ 11,0 11,1 Απαλοδήμος, σ. 18
- ↑ http://www.hbw.com/species/northern-pintail-anas-acuta
- ↑ http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22680301
- ↑ 14,0 14,1 planetofbirds.com
- ↑ Grimmett et al, p.58
- ↑ Όντρια (Ι), σ. 62-3
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151
- ↑ ΣΠΕΕ, σ. 253
- ↑ Handrinos & Akriotis, p. 118
- ↑ Σφήκας, σ. 41
- ↑ Σφήκας, σ. 38
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 22,6 Snow & Perrins
- ↑ 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 Johnsgard
- ↑ 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 Kear
- ↑ 25,00 25,01 25,02 25,03 25,04 25,05 25,06 25,07 25,08 25,09 25,10 del Hoyo et al
- ↑ 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 26,6 26,7 26,8 Hockey et al
- ↑ 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 27,5 27,6 Madge & Burn
- ↑ 28,00 28,01 28,02 28,03 28,04 28,05 28,06 28,07 28,08 28,09 Scott & Rose
- ↑ 29,0 29,1 Steele et al
- ↑ 30,0 30,1 30,2 30,3 30,4 30,5 30,6 30,7 Brown et al
- ↑ 31,0 31,1 Handrinos & Akriotis, p. 119
- ↑ 32,0 32,1 32,2 Mullarney et al, p. 24
- ↑ 33,0 33,1 Όντρια (Ι), σ. 62
- ↑ 34,0 34,1 Flegg, p. 70
- ↑ 35,0 35,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1890.htm
- ↑ Avon & Tilford, p. 22
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 80
- ↑ 38,0 38,1 Gray, p. 40
- ↑ Grimmett et al, p. 58
- ↑ Heinzel et al, p. 68
- ↑ 41,0 41,1 41,2 Perrins, p. 82
- ↑ Bruun, p. 54
- ↑ Όντρια, σ. 62
- ↑ Scott & Forrest, p. 34
- ↑ 45,0 45,1 Singer, p. 107
- ↑ Mullarney et al, p. 26
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ ΠΛΜ, 2:127
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ 50,0 50,1 Harrison, p. 84
- ↑ Harrison, p. 85
- ↑ http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1940.htm
- ↑ Grishanov
- ↑ Paveglio et al
- ↑ Rocke
- ↑ Melville & Shortridge
- ↑ Gaidet et al
- ↑ Schmidt
- ↑ 59,0 59,1 Baldassarre & Bolen
- ↑ Bregnballe et al
- ↑ Sorrenti et al
- ↑ Balmaki & Barati
- ↑ Gudmundsson
- ↑ Nikolaus
- ↑ 65,0 65,1 birdlife.org
- ↑ ΣΠΕΕ, σ. 76, 142
- ↑ Handrinos & Akriotis, p. 118-9
- ↑ Χανδρινός (Ι), σ. 321
- ↑ avibase.bsc-eoc.org
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Baldassarre, G. A.; Bolen, E. G. 1994. Waterfowl ecology and management. John Wiley, New York.
- Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868-869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Bregnballe, T., Noer, H., Christensen, T.K., Clausen, P., Asferg, T., Fox, A.D. and Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: G. Boere, C. Galbraith, and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 854-860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
- Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
- del Hoyo, J., Collar, N.J., Christie, D.A., Elliott, A. and Fishpool, L.D.C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International
- Gaidet, N., Dodman, T., Caron, A., Balanca, G., Desvaux, S., Goutard, F., Cattoli, G., Lamarque, F., Hagemeijer, W. and Monicat, F. 2007. Avian Influenza Viruses in Water Birds, Africa. Emerging Infectious Diseases 13(4): 626-629.
- Grishanov, D. 2006. Conservation problems of migratory waterfowl and shorebirds and their habitats in the Kaliningrad region of Russia. In: G. Boere, C. Galbraith and D Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 356. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
- Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32(1-2): 232-249.
- Hockey, P.A.R., Dean, W.R.J. and Ryan, P.G. 2005. Roberts birds of southern Africa. Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town, South Africa.
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
- Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
- Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
- Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
- Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Nikolaus, G. 2001. Bird exploitation for traditional medicine in Nigeria. Malimbus 23: 45-55.
- Paveglio, F. L.; Kilbride, K. M.; Bunck, C. M. 1997. Selenium in aquatic birds from central California. Journal of Wildlife Management 61(3): 832-839.
- Rocke, T. E. 2006. The global importance of avian botulism. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 422-426. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Schmidt, P. R. 2006. Flyway conservation in North America. Workshop Introduction. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 197-198. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
- Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
- Sorrenti, M., Carnacina, L., Radice, D. and Costato, A. 2006. Duck harvest in the Po delta, Italy. In: G. Boere, C. Galbraith and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 864-865. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
- Steele, B.B., Reitsma, L.R., Racine, C.H., Burson, S.L. III., Stuart, R. and Theberge, R. 1997. Different susceptibilities to white phosphorous poisoning among five species of ducks. Environmental Toxicology and Chemistry 16(11): 2275-2282.
- Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
- Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»