Μετάβαση στο περιεχόμενο

Περιστέρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Περιστέρι (αποσαφήνιση).
Περιστέρι
Ενήλικο περιστέρι στην Ινδία
Ενήλικο περιστέρι στην Ινδία
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Περιστερόμορφα (Columbiformes)
Οικογένεια: Περιστερίδες (Columbidae)
Γένος: Περιστερά (Columba)
Είδος: C. livia
Διώνυμο
Columba livia (Περιστερά η πελιδνή)
Gmelin

Περιστέρια που τρώνε
Νεογέννητα περιστέρια μιας ημέρας.
Columba livia

Τα περιστέρια, ή αγριοπερίστερα των βράχων όπως τα ονόμαζε ο Δαρβίνος, (επιστημονικό όνομα Columba livia - Περιστερά η πελιδνή) είναι πτηνά της οικογένειας των περιστερίδων. Έχουν προσαρμοστεί πολύ καλά στη ζωή στην πόλη σε όλο τον κόσμο. Τα περισσότερα είδη έχουν γκριζογάλανο χρώμα και άσπρα πλευρά, ενώ το ινδικό υποείδος Περιστερά ή ενδιάμεσος του Στρίκλαντ έχει γαλαζωπά πλευρά. Η ουρά τους καταλήγει σε μια σκούρα γραμμή και οι φτερούγες έχουν δύο μαύρες γραμμές.

Οι διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών είναι λίγες. Τα αρσενικά περιστέρια όταν είναι ενήλικα αρχίζουν να φουσκώνουν τον λαιμό τους κάνοντας ήχους και ανοίγοντας την ουρά τους ενώ ταυτόχρονα γυρίζουν γύρω γύρω· αυτός είναι ο τρόπος προσέγγισης-φλερτ προς τα θηλυκά. Τα μικρά περιστέρια ονομάζονται πιτσούνια.

Τα περιστέρια ζουν σε ανοικτά και ημιανοικτά περιβάλλοντα, όπως για παράδειγμα οι γκρεμοί, που χρησιμοποιούνται για φώλιασμα από τα άγρια περιστέρια. Αν και αρχικά ζούσαν σε άγρια κατάσταση, σταδιακά εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Ο συνολικός πληθυσμός των περιστεριών που ζουν στη φύση και στην πόλη είναι στην Ευρώπη 17 με 27 εκατομμύρια πουλιά.

Εδώ και χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έχει εξημερώσει περιστέρια σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Η παλαιότερη γνωστή μαρτυρία για κατοικίδια περιστέρια προέρχεται από τον καιρό της Πέμπτης Αιγυπτιακής Δυναστείας, το 3000 π.Χ. Κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή, σύμφωνα με τον Πλίνιο, τα περιστέρια πουλιόνταν σε πολύ υψηλές τιμές και μάλιστα «λογάριαζαν ακόμα και τη ράτσα και το γενεαλογικό τους δέντρο». Ο Ακμπέρ Χαν, βασιλιάς στις Ινδίες γύρω στα 1600, εκτιμούσε ιδιαίτερα τα περιστέρια, τόσο που δεν είχε ποτέ στην αυλή του λιγότερα από 20.000, τα οποία και διασταύρωνε επιτυχώς, όπως λέει ο αυλικός χρονογράφος του.

Η λέξη περιστέρι προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη περιστερά, η οποία θεωρείται αβέβαιης προέλευσης, πιθανόν όμως σχετίζεται με το επίθετο πελιός (ωχρός).[1][2] ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΘΑ ΣΤΟΝ ΦΑΝΕ

Το αρσενικό περιστέρι ονομάζεται γούτος, το θηλυκό περιστέρα και τα νεογέννητα και νεαρά πιτσούνια. Από αυτά ονομάζονται συμβολικά "πιτσουνάκια" και τα ζευγάρια, δεδομένου ότι και οι άνθρωποι, όπως και τα περιστέρια, φέρονται τρυφερά στο έτερόν τους ήμισυ.

  • Η Βούτα (Ουτζίδικο, Ουτζίτικο, Ανεβατόριο, Τσακωστάριο) είναι μια ράτσα περιστεριού που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, κατά τις περισσότερες ιστορικές αναφορές, μια και δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές.[3] Η Βούτα είναι περιστέρι παράστασης, και όχι περιστέρι εκτροφής προς βρώσιν. Πετάει ψηλά πάνω από τον τόπο διαμονής της, μέχρι τα σύννεφα, και με την εντολή του περιστερά, εκτελεί κάθετη πτώση με ταχύτητες που φτάνουν τα 230 χιλ/ώρα, επιβραδύνοντας μερικά μετρά πριν την προσγείωσή της. Το όλο θέαμα κόβει την ανάσα, και αυτό είναι που κάνει αυτή την ράτσα τόσο δημοφιλή.[4]
  • Μαρτυρίες για τη χρήση ταχυδρομικών περιστεριών υπάρχουν περίπου από τον 5ο αιώνα π.Χ.
  • Στην Ελλάδα, πολλά περιστέρια βρίσκουν καταφύγιο στις πλατείες εκκλησιών και γενικότερα σε δημόσιους χώρους, όπως για παράδειγμα στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος. Το τάισμα των περιστεριών και η φωτογράφηση με αυτά έχει γίνει συνήθεια και "ατραξιόν" για τους τουρίστες που επισκέπτονται το χώρο.
  • Τα περιττώματα των περιστεριών είναι μια από τις σοβαρές ενοχλήσεις που συνοδεύουν την εικόνα τους. Για το λόγο αυτό μερικά καταστήματα και σπίτια χρησιμοποιούν μικρά σύρματα τοποθετημένα κατακόρυφα και σε πυκνή διάταξη, που τοποθετούνται στα σημεία όπου συνήθως κάθονται τα περιστέρια, κι έτσι τα απομακρύνουν από εκεί. Άλλοι χρησιμοποιούν οπτικούς δίσκους (CD) που αντανακλούν το φως και άλλοι σακούλες των σούπερ μάρκετ επειδή κουνιόνται με τον αέρα και έτσι τα περιστέρια τρομάζουν.
  • Σύμφωνα με τον Κάρολο Δαρβίνο που μελέτησε περιστέρια από διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως Περσία και Ινδία, όλες οι κατοικίδιες ράτσες περιστεριών κατάγονται από το αγριοπερίστερο των βράχων ή Columba livia με τα γεωγραφικά του υποείδη.
  • Τα μικρά του περιστεριού θεωρούνται νόστιμος μεζές σε μερικά μέρη της Ελλάδας. Μπορούν να μαγειρευτούν με πατάτες, στιφάδο[5] ή γεμιστά[6] και ψητά. Αναφέρεται στο λήμμα του "ΗΛΙΟΥ"[7] ότι τα πιτσούνια (ππαλαζούδκια) είναι έδεσμα κατάλληλο για βρέφη και για ασθενείς σε ανάρρωση. Το ππαλάζιν είναι ζεύγος νεογέννητων πτηνών, όπως περιστεριών, περδικιών κ.ά. σύμφωνα με το Θησαυρό της Κυπριακής Διαλέκτου.[8]
  • Στο Θησαυρό Κυπριακής Διαλέκτου (σελίδα 350) καταγράφονται οι λέξεις πεζούνιν (για το περιστέρι), πεζουνούιν (περιστεράκι), πέζουνος (αρσενικό περιστέρι) καθώς και το πεζουναρκόν (περιστεριώνας).[8][9][10]

Υπάρχουν πάνω από 300 είδη περιστεριών. Το μεγαλύτερο είδος, Crowned Pigeon στη Νεα Γουινέα έχει περίπου μέγεθος γαλοπούλας και βάρος 2–4 kg ενώ το μικρότερο είδος New World Ground-Dove του γένους Columbina, με μέγεθος μικρού σπουργιτιού ζυγίζει μόλις 22 g.

Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η ενασχόληση με τα περιστέρια θεάματος όπως η ελληνική φυλή Ουτζίτικα ή Βούτες.

Το απότομο κούνημα της κεφαλής τους αντισταθμίζει τις κινήσεις του σώματος επιτρέποντας έτσι καθαρή, σταθερή όραση.

Τα φτερά των περιστεριών είναι μεγάλα, με δυνατούς μύς που ζυγίζουν το 31-44% του σωματικού βάρους τους. Είναι από τα δυνατότερα και ικανότερα σε ελιγμούς πτηνά όσο αφορά την πτήση.

Τα περιστέρια φτιάχνουν φωλιές χρησιμοποιώντας ξερά κλαράκια στην φύση σε βράχους, ενώ σε αστικό περιβάλλον σε εσοχές κτιρίων. Εκεί αποθέτουν τα αυγά τους, τα οποία φροντίζουν και οι δύο γονείς. Όχι μόνον τα επωάζουν εναλλάξ, αλλά και τα δύο φύλα εκκρίνουν από τον οισοφάγο τους ένα ειδικό υγρό ώστε να τα ταΐζουν επίσης εναλλάξ. Συγκεκριμένα, τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό διαθέτουν οισοφάγο με πολύ ευρύ πρόλοβο, τα τοιχώματα του οποίου διογκώνονται κατά την επώαση, οπότε και αναπτύσσονται οι αδένες της περιοχής. Κατά την επώαση οι αδένες εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό που αποτελεί και την πρώτη τροφή των νεοσσών για τις πρώτες ημέρες ενώ μετά την 9-11η ημέρα αντικαθίσταται σταδιακά με σπόρους που εξεμούν και ο νεοσσός τους τρώει απευθείας από το στόμα του γονέα. Ο νεοσσός εγκαταλείπει τη φωλιά τέσσερις έως έξι εβδομάδες μετά τη γέννησή του. Τα περισσότερα είδη μπορούν να ζήσουν από 12 έως 15 χρόνια, τα οποία περνούν κατά κανόνα ζευγαρωμένα με ένα ταίρι. Γεννούν από 5 έως 7 φορές το χρόνο ένα ή δύο αυγά.

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος, επιμ. (1998). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. σελ. 1398. ISBN 960-86190-0-9. 
  2. «Perseus Encyclopedia, Pachynum, Peleae». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2024. 
  3. «Η Ιστορία της Βούτας – Ουτζίτικου». ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΒΟΥΤΕΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ. 11 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2024. 
  4. «Λάτρεις των θεαματικών περιστεριών - Λέσχη και Σύλλογος για τις «βούτες» του Βόλου και της Ν. Ιωνίας». e-thessalia.gr. 21 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2024. 
  5. «Περιστέρια στιφάδο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2016.  www.sintagoulis.gr
  6. Περιστέρια γεμιστά www.eliasmamalakis.gr/ Αρχειοθετήθηκε 2015-01-08 στο Wayback Machine. Ηλίας Μαμαλάκης, 28/4/2016
  7. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΥ", (1980), Τόμος ΙΗ, σελίδες 238-239
  8. 8,0 8,1 Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου, Κωνσταντίνος Γ.Γιαγκουλλής, Λευκωσία, 2009
  9. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια (1990), λήμμα πεζούνιν, τόμος 11, σελίδα 242
  10. Polignosi. «Ππαλάζιν (το)». www.polignosi.com. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2024. 

Βιβλιογραφία - Πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΥ", (1980), Τόμος ΙΗ, σελίδες 238-239
  • Πάπυρος Larousse Britannica, Τόμος 49, σελίδες 37-38
  • Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου, Κωνσταντίνος Γ.Γιαγκουλλής, Λευκωσία, 2009
  • Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια (1990), λήμμα πεζούνιν, τόμος 11, σελίδα 242
  • Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ελευθερουδάκη», τόμος 10, σελ. 613-614

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]