Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν
Λεβιστικό, Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν, (Levisticum officinale). | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν.
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν (Levisticum officinale) Wilhelm Daniel Joseph Koch (W.D.J.Koch) |
Το Λεβιστικόν το φαρμακευτικόν (Levisticum officinale) ή κοινώς Λεβιστικό, είναι ένα ψηλό, πολυετές φυτό, το μοναδικό είδος του γένους Λεβιστικόν (Levisticum), στην οικογένεια Απιίδες (Apiaceae), στην υποοικογένεια Apioideae, της φυλής Apieae.[1][2]
Άλλες Ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ευρωπαϊκό λεβιστικό και θαλασσο-μαϊντανός,[3]
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το λεβιστικό είναι ένα όρθιο, ποώδες, πολυετές φυτό που αναπτύσσεται σε ύψος 1,8 με 2,5 μ. (5,9 έως 8,2 πόδια), με μια βασική ροζέτα από φύλλα και μίσχους με επιπλέον φύλλα, τα άνθη παράγονται σε σκιάδια στην κορυφή των βλαστών. Οι βλαστοί και τα φύλλα είναι γυαλιστερά λεία-άτριχα πράσινα σε κιτρινοπράσινα και όταν συνθλίβονται, μυρίζουν σαν το μοσχολέμονο. Τα μεγαλύτερα φύλλα της βάσης έχουν μήκος έως 70 εκ. (28 ίντσες), τριπτεροειδή, με ευρεία τριγωνικά προς ρομβοειδή, έντονα μυτερά φυλλάρια με ορισμένα περιθωριακά δόντια· τα βλαστικά φύλλα είναι μικρότερα και λιγότερα διαιρούμενα με λιγοστά φυλλάρια. Τα άνθη είναι κίτρινα με πρασινοκίτρινα, διαμέτρου 2-3 χιλ. (0,079 - 0,118 ίντσες), που παράγονται σε σφαιροειδή σκιάδια, διαμέτρου μέχρι 10-15 εκ. (3,9 έως 5,9 ίντσες)· η ανθοφορία είναι στο τέλος της άνοιξης. Ο καρπός είναι ένα ξηρό διμερές σχιζοκάρπιο μήκους 4-7 χιλ. (0,16 έως 0,28 ίντσες), που ωριμάζει το φθινόπωρο.[4][5][6]
Κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ακριβές εύρος κατανομής του αμφισβητείται· κάποιες πηγές το αναφέρουν ως ιθαγενές στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της νοτιοδυτικής Ασίας,[7] άλλες μόνο από την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την νοτιοδυτική Ασία[4] και άλλες, μόνο από τη νοτιοδυτική Ασία, το Ιράν και το Αφγανιστάν, αναφέροντας τους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, ως βιολογικά εγκλιματισμένους.[5][8] Έχει καιρό που καλλιεργείται στην Ευρώπη, τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως βότανο, οι ρίζες ως λαχανικό και οι σπόροι ως μπαχαρικό, ειδικά στη κουζίνα της νοτίου Ευρώπης.[4]
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα φύλλα του μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτες, σάλτσες μπαχαρικών, για την παρασκευή χειμωνιάτικης σούπας[9] ή ως καρύκευμα ζωμού κρέατος-ιδίως βοδινού- και οι ρίζες μπορούν να φαγωθούν ως λαχανικό ή να χρησιμοποιηθούν τριμμένες σε σαλάτες. Η γεύση και οσμή του είναι κάπως παρόμοιες με του σέλινου. Το αφέψημα από λεβιστικό μπορεί να εφαρμοστεί ως αντισηπτικό στα τραύματα ή πίνεται για να διεγείρει την πέψη. Οι σπόροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μπαχαρικό, παρομοίως με τους σπόρους του μάραθου.[4] Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένα παραδοσιακό αλκοολούχο λικέρ λεβιστικού, αναμιγνύεται με το κονιάκ σε αναλογία 2:1 ως χειμερινό ποτό.[10] Στη Ρουμανία, τα φύλλα είναι το προτιμώμενο καρύκευμα για τους διάφορους τοπικούς ζωμούς, πολύ περισσότερο από ό,τι ο μαϊντανός ή ο άνηθος. Το λεβιστικό είναι το τρίτο σε περιεχόμενο κερκετίνης, μετά από το τσάι και την κάππαρη.[11]
Οι ρίζες, που περιέχουν ένα βαρύ, πτητικό έλαιο, χρησιμοποιούνται ως ένα ήπιο διουρητικό. Η ρίζα του λεβιστικού περιέχει φουρανοκουμαρίνες που μπορούν να οδηγήσουν σε φωτοευαισθησία.
Διαλύει τα αέρια του στομάχου, είναι πολύ καλό διουρητικό, εμμηναγωγό, αποχρεμπτικό, τονωτικό, στομαχικό. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις διουρητικές του ιδιότητες σε περιπτώσεις κράτησης υγρών και δυσκολιών ενούρησης. Παρ'όλα αυτά, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση, καθ'ότι είναι πιθανό να προκαλέσει νεφρική βλάβη και δεν θα πρέπει να καταναλώνεται από άτομα με προβλήματα στους νεφρούς. Είναι καλό φάρμακο για άτομα με πεπτικά προβλήματα, γαστρικό καταρράκτη και αέρια του στομάχου. Τα δερματικά προβλήματα, μπορεί να αντιμετωπισθούν με αφέψημα ή με την προσθήκη τους στο νερό του μπάνιου. Επίσης, προάγει την έναρξη της εμμήνου ρύσεως και γι'αυτό, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τις εγκύους.[3]
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αγγλική ονομασία "lovage" ("λεβιστικό") προέρχεται από το "αγάπη-πόνο" ("love-ache"), "πόνο" ("ache") είναι η μεσαιωνική ονομασία για το μαϊντανό· αυτό είναι μια λαϊκή-ετυμολογική παραφθορά της παλαιότερης Γαλλικής ονομασίας levesche, από τα ύστερα Λατινικά levisticum, που με τη σειρά του φαίνεται να είναι παραφθορά των προηγούμενων Λατινικών ligusticum, "της Λιγουρίας" (βορειοδυτική Ιταλία), όπου το βότανο καλλιεργείτο εκτενώς.[12]
Στη σύγχρονη βοτανική χρήση, και οι δύο Λατινικοί τύποι χρησιμοποιούνται σήμερα για διαφορετικά (αλλά στενά συνδεδεμένα) γένη, με το Levisticum για το μαγειρικό λεβιστικό και το Λιγυστικόν (Ligusticum) για το Σκωτσέζικο λεβιστικό, ένα παρόμοιο είδος από τη βόρεια Ευρώπη, καθώς και για τα συναφή είδη.[5][12] Στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, ένα από τα κοινά ονόματα του λεβιστικού είναι Maggikraut (Γερμανικά) ή Maggiplant (Ολλανδικά) επειδή η γεύση του φυτού θυμίζει την καρυκευμένη σούπα Maggi· ωστόσο, η κλασική Γερμανική του ονομασία είναι Liebstöckel.
Στη Βόρεια Γερμανία, μερικές φορές ονομάζεται Beifuss. Στα Ιταλικά levistico ή Sedano di monte (μετάφρ. σέλινο του βουνού), Γαλλικά livèche, Ρουμανικά leuştean, Ουγγρικά lestyán, Ρωσικά любисток (lyubeestok) κλπ. Στη Βουλγαρία, είναι γνωστό ως девесил (deveseel). Η Τσεχική ονομασία του είναι libeček και η Πολωνική ονομασία είναι lubczyk, όπου και στις δύο ονομασίες σημαίνει «βότανο αγάπης». Η ονομασία στα Σουηδικά είναι libbsticka, στα Νορβηγικά løpstikke. Η επίσημη Γερμανική του ονομασία είναι Liebstöckel, κυριολεκτικά «ξύλο αγάπης».[13]
Η Κροατική ονομασία για αυτό το φυτό είναι ljupčac ή vegeta (ονομάσθηκε έτσι μετά από ένα γνωστό καρύκευμα της Κροατίας παρόμοιο με το Maggi)· οι Φινλανδικές του ονομασίες είναι liperi ή lipstikka, το πρώτο να σημαίνει το «κολάρο του ιεροκήρυκα», γιατί στα παλαιά τα χρόνια, το φυτό καλλιεργείτο στα μοναστήρια ή σε πρεσβυτέρια, ενώ η δεύτερη είναι από τα Σουηδικά, η οποία είναι και η δεύτερη γλώσσα που ομιλείται στη Φινλανδία.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Pimenov, M. G., and Leonov, M. V. (1993). The Genera of the Umbelliferae. Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 0-947643-58-3.
- ↑ Downie, S. R., Plunkett, G. M., Watson, M. F., Spalik, K., Katz-Downie, D. S., Valiejo-Roman, C. M., Terentieva, E. I., Troitsky, A. V., Lee, B.-Y., Lahham, J., and El-Oqlah, A. (2001). «Tribes and clades within Apiaceae subfamily Apioideae: the contribution of molecular data». Edinburgh Journal of Botany 58: 301-330.
- ↑ 3,0 3,1 John Lust (Δεκεμβρίου 1974). «#260 Lovage». The Herb Book (The most complete catalog of nature's "miracle plants" ever published). Published simultaneously in the USA & Canada: Bantam. σελίδες 259. ISBN 0-553-26770-1.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 Huxley, A., επιμ. (1992). New RHS Dictionary of Gardening. ISBN 0-333-47494-5.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Blamey, M. & Grey-Wilson, C. (1989). Illustrated Flora of Britain and Northern Europe. ISBN 0-340-40170-2.
- ↑ Interactive Flora of NW Europe: Levisticum officinale (Lovage) Αρχειοθετήθηκε 2007-06-21 at Archive.is
- ↑ Den virtuella floran: Levisticum officinale (Σουηδικά), with map
- ↑ Germplasm Resources Information Network: Levisticum officinale Αρχειοθετήθηκε 2009-01-20 στο Wayback Machine.
- ↑ Νίκος Δ.Πλατής (2003). «16 Αρωματικά Βότανα (με τις ανάλογες μπαχαρικές προτάσεις της γερμανικής HELBA)». Μπαχαρικό Λεξικό. Ελλάδα: Εκδόσεις Κέδρος Α.Ε. σελ. 508. ISBN 960-04-2303-2.
- ↑ «Information on Lovage Cordial». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2015.
- ↑ USDA Database for the Flavonoid Content of Selected Foods Αρχειοθετήθηκε 2012-07-16 στο Wayback Machine. nal.usda.gov, March 2003
- ↑ 12,0 12,1 Oxford English Dictionary
- ↑ Source: http://www.dict.cc/?s=Liebst%C3%B6ckel See also German Wikipedia article
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Levisticum officinale στο Wikimedia Commons