Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος
Περίοδος11 Ιουνίου 104211 Ιανουαρίου 1055
ΠροκάτοχοςΖωή Μακεδόνων
ΔιάδοχοςΘεοδώρα Μακεδόνων
Γέννηση1000
Θάνατος11 Ιανουαρίου 1055
Σύζυγοςάγνωστη πρώτη
άγνωστη δεύτερη
Ζωή Μακεδόνων
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ (1000 - 11 Ιανουαρίου 1055) γνωστός ως Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ήταν Συναυτοκράτορας του Βυζαντίου μαζί με τις Αυτοκράτειρες Ζωή και Θεοδώρα (11 Ιουνίου 1042 - 11 Ιανουαρίου 1055). Η αυτοκράτειρα Ζωή τον επέλεξε ως νέο σύζυγο και Συναυτοκράτορα αν και βρισκόταν εξόριστος για συνομωσία εναντίον του προηγούμενου συζύγου της Μιχαήλ Δ΄. Το ζεύγος μοίρασε την εξουσία με την αδελφή της Ζωής Θεοδώρα μέχρι τον θάνατο της Ζωής (1050), κατόπιν συγκυβέρνησε άλλα 5 χρόνια με την Θεοδώρα μέχρι τον δικό του θάνατο (1055). Ο Κωνσταντίνος Θ΄ πολέμησε με τους Ρως του Κιέβου και τους Πετσενέγους, την ίδια εποχή έκανε την πρώτη μεγάλη της επιδρομή από την Ανατολή η Δυναστεία των Σελτζούκων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατάφερε ωστόσο στην εποχή του να διατηρήσει τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Βασίλειος Β´, επεκτάθηκε ανατολικότερα όταν προσήρτησε το Αρμενικό βασίλειο του Ανί. Ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος θεωρείται σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς ο τελευταίος ικανός αυτοκράτορας στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τη Δυναστεία των Μακεδόνων. Τον τελευταίο χρόνο πριν τον θάνατο του έγινε το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την Καθολική Εκκλησία, η κατάσταση έφτασε στο αποκορύφωμα όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ αφόρισε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ τον Κηρουλάριο. Ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος γνώριζε τις τραγικές συνέπειες του γεγονότος, προσπάθησε να το εμποδίσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος ήταν γιος του Θεοδοσίου Μονομάχου ενός σημαντικού στρατηγού από την Βυζαντινή οικογένεια των Μονομάχων που υπηρέτησε τους αυτοκράτορες Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και Κωνσταντίνο Η΄.[1] Το όνομα της μητέρας του είναι άγνωστο αλλά εικάζεται ότι γεννήθηκε στην Αντιόχεια την περίοδο 980-1000.[2][3] Ο πατέρας του θεωρήθηκε κάποια στιγμή ύποπτος για συνομωσία με αποτέλεσμα να βρεθεί η οικογένεια του σε δύσκολη θέση.[4] Ο Κωνσταντίνος αποκαταστάθηκε όταν παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μια ανεψιά του αυτοκράτορα Ρωμανού Γ΄.[5] Η αυτοκράτειρα Ζωή φάνηκε να τον ερωτεύεται, ο Μιχαήλ Δ΄ υποπτεύθηκε συνομωσία και τον έστειλε εξορία στην Μυτιλήνη.[6] Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ και την βίαιη ανατροπή του ανεψιού του Μιχαήλ Ε΄ που συγκρούστηκε με την Ζωή (1042) ο Κωνσταντίνος Μονομάχος κλήθηκε από την εξορία και πήγε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την ίδια εποχή είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις αδελφές Ζωή και Θεοδώρα αφού δεν υπήρχε διάδοχος, ο Κωνσταντίνος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο μήνες εμφύλιας διαμάχης η Ζωή αναζήτησε νέο σύζυγο με στόχο να διακόψει την αυξημένη δημοτικότητα της Θεοδώρας.[7] Ο πρώτος μνηστήρας αποδείχτηκε άπιστος στην αυτοκράτειρα. Ο δεύτερος μνηστήρας ήταν ο Κατεπάνω Κωνσταντίνος Αρτοκλίνης, ο οποίος όμως ήταν παντρεμένος. Όταν η σύζυγός του έμαθε της προθέσεις της Ζωής έσπευσε να τον δηλητηριάσει. Η Ζωή θυμήθηκε τότε τον γοητευτικό Κωνσταντίνο Μονομάχο και αποφάσισε να τον επιλέξει σύζυγο.[5] Το ζεύγος παντρεύτηκε (11 Ιουνίου 1042), ο πατριάρχης Αλέξιος ο Στουδίτης αρνήθηκε να παραστεί επειδή ήταν ο τρίτος γάμος και για τους δύο, ο Κωνσταντίνος Θ΄ στέφτηκε την επόμενη μέρα αυτοκράτορας.

Η εξέγερση του Μανιάκη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η στέψη του Κωνσταντίνου του Μονομάχου

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ συνέχισε τις εκκαθαρίσεις που είχαν ξεκινήσει οι Ζωή και η Θεοδώρα.[8] Ο Κωνσταντίνος Θ΄ είχε επιπλέον ισχυρά ξεσπάσματα βίας ιδιαίτερα απέναντι σε όσους θεωρούσε ύποπτους για προδοσία.[9][10] Τις αποφάσεις του επηρέαζε σημαντικά η ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα συγγενής της δεύτερης συζύγου του και η οικογένεια της, είχε επίσης άλλη μιά ερωμένη από την Αλανία, την Γκουραντούχτ Μπαγκρατιόν κόρη του Γεώργιου Α΄ της Γεωργίας. Τον Αύγουστο του 1042 ανακλήθηκε από την εκστρατεία του στην νότια Ιταλία ο περίφημος στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης που κατηγορήθηκε για προδοσία, ο ίδιος αρνήθηκε να υπακούσει και ανακήρυξε τον Σεπτέμβριο τον εαυτό του αυτοκράτορα.[11] Ο Μανιάκης μετακίνησε τον στρατό του στα Βαλκάνια έδωσε σκληρή μάχη, νίκησε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα αλλά ο ίδιος τραυματίστηκε και έπεσε στο πεδίο της μάχης, η κρίση τελείωσε (1043).[12]

Η επιδρομή των Ρώσων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την εξόντωση του Μανιάκη ο Κωνσταντίνος Θ΄ αντιμετώπισε έναν στρατό των Ρώσων του Κιέβου, ήταν σύμμαχοι του Μανιάκη και συμμετείχαν στην εξέγερση του, ο αυτοκράτορας τους υπέταξε και αυτούς με επιτυχία.[12][13][14] Στα μέσα του 1043 έγινε η τελευταία μεγάλη επίθεση των εκχριστιανισμένων πια Ρώσων του Κιέβου κατά της Κωνσταντινούπολης. Λαβαίνοντας αφορμή τη δολοφονία ενός Ρώσου εμπόρου στην Πόλη, ο ηγεμόνας τους Γιαροσλάβ έστειλε τον γιο του Βλαδίμηρο με στρατιά 100.000 ανδρών, που κατέπλευσε στο λιμάνι, που βρισκόταν στο στόμιο του Πόντου και απείλησε να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Μονομάχος προσπάθησε να έλθει σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως απέτυχαν. Έτσι ο Βυζαντινός στόλος εισπλέοντας στο λιμάνι όπου βρίσκονταν οι Ρώσοι, έκαψε επτά πλοία τους με το υγρόν πυρ και βύθισε άλλα τρία. Οι Ρώσοι πανικοβλήθηκαν και -έχοντας αντίθετο τον άνεμο- οδήγησαν τα πλεούμενά της στη στεριά, όπου εξώκειλαν στα βράχια. Ελάχιστα πλοία διασώθηκαν και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτών ξεκίνησαν την επιστροφή τους πεζή. Στη Βάρνα οι βυζαντινοί τους επιτέθηκαν σκοτώνοντας τους περισσοτέρους, ενώ αιχμαλώτισαν 800 και τους έστειλαν στην Πόλη. Το 1046 Βυζαντινοί και Ρώσοι υπέγραψαν νέα εμπορική συνθήκη ειρήνης. Στις ειρήνικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του Αναστασία με τον πρίγκιπα Βσέβολοντ Α΄ του Κιέβου γιο του αντιπάλου του Γιαροσλάβ Α΄ του Σοφού. Το επώνυμο της οικογένειας του αυτοκράτορα "Μονομάχος" (ένας πολεμάει εναντίον όλων) το κληρονόμησε ο Βλαδίμηρος Β΄ Μονομάχος γιος της Αναστασίας και του Βσέβολοντ Α΄ του Κιέβου.[1] Ο Μονομάχος, αφού εξόρισε όσους ήταν αντίθετοι στην πολιτική της Ζωής, έστρεψε την προσοχή του στον Σέρβο επαναστάτη Στέφαν Βόισλαβ, ο οποίος επιχειρούσε επιδρομές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ανάθεσε την αντιμετώπισή αυτής της στάσης στον άρχοντα του Δυρραχίου, Μιχαήλ. Αυτός μη έχοντας πολεμική πείρα, ξεκίνησε με εξήντα χιλιάδες στρατό και αφού λεηλάτησε τη Σερβία αποφάσισε να επιστρέψει, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει τον επαναστάτη, ο οποίος όμως του επιτέθηκε, αποδεκατίζοντας το Βυζαντινό στράτευμα.

Η εμφάνιση των Σελτζούκων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μωσαϊκό από την Αγία Σοφία με τον Κωνσταντίνο Θ΄ και την αυτοκράτειρα Ζωή.

Η προνομιακή μεταχείριση της ερωμένης του αυτοκράτορα Μαρίας Σκλήραινας οδήγησε σε λαϊκές υποψίες ότι ο Κωνσταντίνος Θ΄ σχεδίαζε να δολοφονήσει την Ζωή και την Θεοδώρα για να ανεβάσει στην εξουσία αυτή.[15] Οι φήμες οδήγησαν σε λαική εξέγερση η οποία στάθηκε επικίνδυνη ακόμα και για την ανατροπή του επειδή συμμετείχε σε θρησκευτική πομπή. Το πλήθος ηρέμησε μόνο όταν βγήκαν στους εξώστες των ανακτόρων η Ζωή και η Θεοδώρα και τους καθησύχασαν ότι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο.[16] Η προσάρτηση του Αρμενικού βασιλείου του Ανί (1045) δημιούργησε νέους εχθρούς, οι Βυζαντινοί δέχτηκαν για πρώτη φορά την επόμενη χρονιά επίθεση από τους Σελτζούκους Τούρκους (1046).[17] Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κυρίευσαν μέρος της Περσίας και ο ηγεμόνας τους Τογρουλβέγ (ή Τογρούλ Μπεγ) αναγορεύτηκε σουλτάνος με έδρα το Χαμαντάν (1045). Το 1048 ο σουλτάνος Τογλουβέγ έστειλε τον ανιψιό του Ασλάν με 20.000 άνδρες να κυριεύσει τη Μηδία. Αντιμετωπίστηκε όμως από τους Στρατηγούς Ααρών και Κεκαυμένο και σκοτώθηκε στη μάχη. Ο σουλτάνος εξαγριώθηκε και έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραήμ Ινάλ με 100.000 στρατιώτες για την κατάκτηση της Μηδίας. Οι Βυζαντινοί, λόγω διχογνωμίας στην τακτική, καθυστέρησαν να τους αντιμετωπίσουν. Έτσι οι Τούρκοι με την άνεσή τους κυρίευσαν μία από τις πλουσιότερες πόλεις της περιοχής. Σε μάχη που έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1048 κοντά στο φρούριο Καπετρού, οι Βυζαντινοί νικήθηκαν. Ήταν η πρώτη επέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, την ίδια χρονιά (1048) οι Βυζαντινοί έκλεισαν ειρήνη.[18] Οι Σελτζούκοι σεβάστηκαν την ειρήνη αλλά οι σκληροί Τουρκομάνοι που τους ακολούθησαν δεν έκαναν το ίδιο, οι συγκρούσεις θα επαναληφτούν με τελικό αποτέλεσμα την καταστροφική Μάχη του Μαντζικέρτ μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μονομάχου (1071).[19] Ο Κωνσταντίνος Θ΄ πίεσε σκληρά την Αρμενική εκκλησία να προσαρτηθεί στην Ορθόδοξη.[17] Ο ανεψιός του Λέων Τορνίκιος εξεγέρθηκε (1047), συγκέντρωσε τους οπαδούς του στην Αδριανούπολη και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό.[20][21] Η πολιορκία απέτυχε, ο Τορνίκιος προσπάθησε να δραπετεύσει και συνελήφθη.[22] Η εξέγερση εξασθένησε σημαντικά την άμυνα με αποτέλεσμα να επιτεθούν ξανά οι Πετσενέγοι που λεηλάτησαν τα επόμενα πέντε χρόνια την αυτοκρατορία. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα να κλείσει ειρήνη απέτυχαν, οι Πετσενέγοι είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλους αριθμούς στον Ελληνικό χώρο και είχαν δημιουργήσει συμπαγείς πληθυσμούς.[23]

Ο θεσμός της Πρόνοιας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αυτοκρατορία και η διοικητική της διαίρεση επί Κωνσταντίνου Θ΄ (1045).

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ήταν άνθρωπος μετριοπαθής, που η τύχη τον ανάγκασε να αντιμετωπίσει, χωρίς επιτυχία όμως, τις μεγάλες δυσκολίες της εποχής του. Για να γίνει αγαπητός στον λαό της Κωνσταντινούπολης, άρχισε να μοιράζει άφθονα χρήματα στο πλήθος και στην προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, καθιέρωσε τη συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Εφάρμοσε επίσης την πρακτική εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, ενώ πιθανότατα εισήγαγε και τον θεσμό της «πρόνοιας». Όσοι εκμίσθωναν τον φόρο, πλήρωναν άμεσα στην Αυτοκρατορία τους φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή, και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο, αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, που σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν. Ο εξαργυρισμός της θητείας, η δυνατότητα δηλαδή των πολιτών να εξαγοράζουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, αποδυνάμωνε τους στρατούς των Θεμάτων και αύξανε τις ανάγκες σε μισθοφόρους.[6][24] Σπαταλούσε επίσης τεράστια ποσά από τον αυτοκρατορικό θησαυρό, σε μια περίπτωση έστειλε στους Άραβες 500.000 χρυσά νομίσματα που ισοδυναμούσαν σε δύο τόνους χρυσού.[25] Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του ήταν η ίδρυση Νομικής και Φιλοσοφικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης (1071).[26][27] Η σχολή, που με τα σημερινά δεδομένα θα χαρακτηρίζονταν σαν το πρώτο Πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε το 1045 στην Κωνσταντινούπολη και είχε σαν αποστολή την εκπαίδευση ανωτάτων υπαλλήλων, που θα θέτονταν στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας και νομικών. Ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς: τον φιλοσοφικό με προϊστάμενο τον ύπατο των φιλοσόφων, θέση την οποία υπηρέτησε ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, και τον νομικό τομέα με προϊστάμενο τον νομοφύλακα.

Κύριο λήμμα: Σχίσμα του 1054
Χρυσό Τεταρτηρόν του Κωνσταντίνου του Μονομάχου

Πριν το τέλος του ο Βασίλειος Β΄ εξασφάλισε ότι ο μάγιστρος Ιωβανεσίκης, ισόβιος άρχοντας του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας, θα κληροδοτούσε τα εδάφη του στο Βυζάντιο. Ο γιος του Ιωβανεσίκη όμως, Κακίκιος, δεν παρέδωσε τα εδάφη στο Βυζάντιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Μονομάχος διέταξε τότε τον στρατηγό της Ιβηρίας Μιχαήλ Ιασίτη να πολεμήσει τον Κακίκιο και να καταλάβει τα εδάφη του. Ο Μιχαήλ όμως νικήθηκε. Έτσι ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να στείλει άλλο στράτευμα, υπό τον Στρατηγό Κεκαυμένο, ζητώντας ταυτόχρονα και τη βοήθεια του Μωαμεθανού ηγεμόνα της Περσαρμενίας Αβουλσεβάρ, για την από κοινού κατάκτηση της Αρμενίας, πράγμα που επιτεύχθηκε το 1044. Οι μεγάλες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στην Δυτική και την Ανατολική εκκλησία έφεραν την οριστική ρήξη (1054). Οι Λεγάτοι του πάπα Λέοντος ΙΑ΄ αφόρισαν τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο επειδή αρνήθηκε να υιοθετήσει τις δυτικές πρακτικές και να δεχτεί το παπικό πρωτείο, ο πατριάρχης με την σειρά τους αφόρισε τους Λεγάτους.[28] Η ρήξη αυτή έφερε σε δύσκολη θέση τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο, αναζητούσε την συμμαχία του πάπα για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς οι οποίοι είχαν ρημάξει την νότια Ιταλία μετά την αποχώρηση του Μανιάκη.[29] Ο Κωνσταντίνος Θ΄ προσπάθησε να τους συμφιλιώσει αλλά αρρώστησε και πέθανε (11 Ιανουαρίου 1055).[30][31] Οι σύμβουλοι του τον έπεισαν να αγνοήσει την υπέργηρη αυτοκράτειρα Θεοδώρα και να ορίσει διάδοχο του τον δούκα της Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύων.[32] Η Θεοδώρα ωστόσο το αρνήθηκε, κινητοποιήθηκε και έσπευσε να ανακυρηχτεί επίσημα αυτοκράτειρα.[33]

Είχε δύο συζύγους, που τα ονόματά τους μας είναι άγνωστα· η 2η ήταν ανιψιά του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1ου συζύγου της Ζωής των Μακεδόνων). Από αυτές κόρη του ήταν η:

Έπειτα ο Κωνσταντίνος Θ΄ νυμφεύτηκε τη Ζωή των Μακεδόνων, κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν ο 3ος σύζυγός της· δεν απέκτησαν απογόνους. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ είχε δύο ερωμένες: τη Μαρία Σκλήραινα και την Ειρήνη των Βαγρατιδών, κόρη του Δημητρίου πρίγκιπα της Γεωργίας.

  1. 1,0 1,1 Kazhdan, σ. 1398
  2. https://www.britannica.com/biography/Constantine-IX-Monomachus
  3. Head, Constance (1982). Imperial Byzantine Portraits: A Verbal and Graphic Gallery. Caratzas Brothers Publishing. σ. 101
  4. Norwich, σ. 307
  5. 5,0 5,1 Norwich, σ. 306
  6. 6,0 6,1 Kazhdan, σ. 504
  7. Finlay, σ. 499
  8. Finlay, σ. 505
  9. Norwich, σ. 308
  10. Finlay, σ. 510
  11. Norwich, σ. 310
  12. 12,0 12,1 Norwich, σ. 311
  13. Quoted from: Litavrin, Grigory. Rus'-Byzantine Relations in the 11th and 12th Centuries. // History of Byzantium, Τομ. 2, Κεφ. 15, σ. 347-352
  14. Finlay, σ. 514
  15. Norwich, σ. 309
  16. Finlay, σ. 503
  17. 17,0 17,1 Norwich, σ. 341
  18. Finlay, σ. 520
  19. Norwich, σ. 314
  20. Bréhier, σ. 325
  21. Norwich, σ. 312
  22. Finlay, σ. 515
  23. Norwich, σ. 315
  24. Finlay, σ. 504
  25. Laiou, σ. 3
  26. John H. Rosser, Historical Dictionary of Byzantium, Scarecrow Press, 2001, σ. 30
  27. Aleksandr Petrovich Kazhdan, Annabel Jane Wharton, Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries, University of California Press, 1985, σ. 122
  28. Norwich, σ. 321
  29. Norwich, σ. 316
  30. Skylitzes, John (1973) [1057] Synopsis of Histories, 478, n.92 (Bekker 610, s.18)
  31. For the date 7 / 8 January, see: Peter Schreiner (1977). Kleinchroniken 2., 148 (cf. Kleinchroniken 1)
  32. Finlay, σ. 527
  33. Treadgold, σ. 596
  • Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήνα 1886
  • Blaum, Paul A. (2004). "Diplomacy Gone to Seed: A History of Byzantine Foreign Relations, A.D. 1047-57". International Journal of Kurdish Studies. 18 (1): 1–56.
  • Bréhier, Louis (1946). Le monde byzantin: Vie et mort de Byzance (PDF) (in French). Paris, France: Éditions Albin Michel.
  • Kaldellis, Anthony (2017). Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade. New York: Oxford University Press.
  • Jeffreys, Michael, ed. (2016). "Konstantinos IX Monomachos". Prosopography of the Byzantine World. King's College London.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991), "Constantine IX Monomachos", Oxford Dictionary of Byzantium.
  • Laiou, Angeliki E (2002). Economic History of Byzantium. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks.
  • Norwich, John Julius (1993), Byzantium: The Apogee, Penguin.
  • Treadgold, Warren T. (1997), A History of the Byzantine State and Society, Stanford, CA: Stanford University Press.
  • Angold, Michael. The Byzantine empire 1025–1204 (Longman, 2nd edition, 1997).
  • Harris, Jonathan. Constantinople: Capital of Byzantium (Hambledon/Continuum, 2007).
  • Finlay, George. History of the Byzantine Empire from 716 – 1057, William Blackwood & Sons, 1853.
  • Garland, Lynda. Conformity and Non-conformity in Byzantium, Verlag Adolf M. Hakkert, 1997.
  • Michael Psellus, Fourteen Byzantine Rulers, trans. E.R.A. Sewter (Penguin, 1966).
  • Thurn, Hans, ed. (1973). Ioannis Scylitzae Synopsis historiarum. Berlin-New York: De Gruyter.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Προκάτοχος:
Ζωή Μακεδόνων
Βυζαντινός Αυτοκράτορας Διάδοχος:
Θεοδώρα Μακεδόνων