Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών
Μιχαήλ Δ΄ | |
---|---|
Περίοδος | 11 Απριλίου 1034 - 10 Δεκεμβρίου 1041 |
Προκάτοχος | Ρωμανός Γ΄ Αργυρός |
Διάδοχος | Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης |
Γέννηση | 1010 Παφλαγονία |
Θάνατος | 10 Δεκεμβρίου 1041 (31 ετών) Μονή των Αγίων Αναργύρων, Κωνσταντινούπολη |
Τόπος ταφής | Μονή των Αγίων Αναργύρων, Κωνσταντινούπολη |
Σύζυγος | Ζωή Μακεδόνων |
Οίκος | Δυναστεία των Μακεδόνων |
Πατέρας | Στέφανος |
Μητέρα | Μαρία Παφλαγόνων |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών (1010 - 10 Δεκεμβρίου 1041) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από τις 11 Απριλίου του 1034 έως τον θάνατό του στις 10 Δεκεμβρίου του 1041. Όφειλε την ανάδειξή του στην αυτοκράτειρα Ζωή, κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η' και σύζυγο του Ρωμανού Γ' Αργυρού. Ο Μιχαήλ προερχόταν από οικογένεια αγροτών από την Παφλαγονία, από τους οποίους ένας, ο παρακοιμώμενος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, είχε αναλάβει θέση στο αυτοκρατορικό παλάτι. Ο Μιχαήλ πάσχων από επιληψία και αργότερα από υδρωπικία, ανήλθε στον θρόνο χάριν της ομορφιάς του και τον έρωτα που ενέπνευσε στην ερωτομανή αυτοκράτειρα Ζωή. Η πιθανότερη άποψη είναι ότι συνωμότησαν μαζί και δολοφόνησαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ (1034), παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στέφτηκαν αυτοκράτορες την επόμενη. Ο Μιχαήλ Δ΄ ήταν πολύ όμορφος αλλά είχε άσχημη υγεία, γι΄αυτό την εξουσία ασκούσε ο πανίσχυρος αδελφός του Βασίλειος ο Ορφανοτρόφος, δεν εμπιστευόταν την Ζωή και επειδή φοβόταν ότι θα έχει και ο ίδιος την τύχη του Ρωμανού Γ΄ ζήτησε από τον αδελφό του την προστασία του. Το μόνο σημαντικό κατόρθωμα στην βασιλεία του ήταν η νίκη του επί των Βουλγάρων επαναστατών, πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γονείς του Μιχαήλ ήταν φτωχοί χωρικοί που ζούσαν στην γενέτειρα του Παφλαγονία (1010). Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος ήταν πανίσχυρος στα ανάκτορα του Ρωμανού Γ΄ ως παρακοιμώμενος εξασφάλισε αξιώματα σε όλα τα μικρότερα αδέλφια του.[1][2][3] Ο Μιχαήλ εργάστηκε στα ανάκτορα ως αργυραμοιβός ενώ ακούγεται ότι εργαζόταν μυστικά και ως παραχαράκτης νομισμάτων. Ο Ρωμανός Αργυρός αφού παντρεύτηκε την Ζωή, την 50χρονη κόρη του ηλικιωμένου και ετοιμοθάνατου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ ανακηρύχτηκε διάδοχος του στον θρόνο ως Ρωμανός Γ΄ (1028).[4] Ο Ρωμανός Γ΄ είχε περιορισμένες κυβερνητικές ικανότητες και ενοχλήθηκε έντονα από τις φήμες που κυκλοφορούσε ότι ήταν ανίκανος να συλλάβει παιδί με την Ζωή, πιθανότατα χάρη στην ηλικία της αυτοκράτειρας.[5] Το ζευγάρι βρέθηκε σε διάσταση, ο Ρωμανός Γ΄ προσέλαβε ερωμένη αλλά σύντομα έφτασαν στα αυτιά του οι φήμες ότι η Ζωή απέκτησε και αυτή ερωμένο τον νεαρό Μιχαήλ. Ο Ρωμανός Γ΄ τον κάλεσε σε απολογία, ο Μιχαήλ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με αυτήν και ορκίστηκε στα κόκκαλα των Αγίων, ο αυτοκράτορας το αποδέχθηκε και τον διόρισε στην προσωπική του φρουρά (1033).[6][7] Στις αρχές του 1034 ο Ρωμανός Γ΄ αρρώστησε και κυκλοφόρησε η υποψία ότι τον δηλητηρίασαν η Ζωή και ο Μιχαήλ, λίγο αργότερα βρέθηκε νεκρός στο λουτρό του (11 Απριλίου 1034). Οι πηγές διαφέρουν για τον τρόπο θανάτου του, πολλοί χρονικογράφοι της εποχής ανάμεσα τους και ο Μιχαήλ Ψελλός έγραψαν ότι οι άντρες της συνοδείας της Ζωής "κράτησαν το κεφάλι του πολύ ώρα κάτω από το νερό και τον έπνιξαν".[8] Ο Ιωάννης Σκυλίτζης έγραψε ότι τον έπνιξαν υπό τις οδηγίες του ίδιου του Μιχαήλ, ο Ματθαίος της Έδεσσας έγραψε ότι δηλητηριάστηκε από την Ζωή.[8] Με τον θάνατο του Ρωμανού Γ΄ ο νεαρός Μιχαήλ και η Ζωή παντρεύτηκαν την ίδια μέρα.[5] Ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Αλέξιος ο Στουδίτης κλήθηκε την ίδια μέρα να στέψει το αυτοκρατορικό ζεύγος.[9] Ο πατριάρχης αρνήθηκε να τελέσει την συγκεκριμένη πράξη την οποία θεωρούσε ανήθικη, υπέκυψε ωστόσο όταν δωροδοκήθηκε με 50 χρυσές λίρες.[5] Ο νεαρός Μιχαήλ στέφτηκε μαζί με την Ζωή νέος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης ως Μιχαήλ Δ΄.[10][11]
Άνοδος στον θρόνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μιχαήλ Δ΄ ήταν όμορφος, έξυπνος και γενναιόδωρος αλλά οι βαριές του ασθένειες τον κατέστησαν ανίκανο να εξασκήσει τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα. Οι σύμβουλοι του είχαν στο όνομα του όλες τις εξουσίες, ο σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο πανίσχυρος αδελφός του Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος ο οποίος είχε διατελέσει σύμβουλος τόσο του Κωνσταντίνου Η΄ όσο και του Ρωμανού Γ΄.[12][13] Η Ζωή είχε ελπίδες ότι θα αποκτήσει πλέον πραγματικές εξουσίες αλλά απογοητεύτηκε, ο Μιχαήλ Δ΄ φοβήθηκε ότι θα έχει την τύχη του προκατόχου του και τις αφαίρεσε όλες τις εξουσίες, την περιόρισε στον γυναικωνίτη των ανακτόρων όπου δεχόταν ελάχιστες επισκέψεις. Οι μεγάλες απειλές που δέχτηκε η αυτοκρατορία από ξένους εχθρούς οδήγησαν τον Μιχαήλ Δ΄ σε τεράστια αύξηση της φορολογίας, αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις τόσο στην αριστοκρατία όσο και στον λαό. Το μονοπώλιο που ασκούσε ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος τόσο στην άσκηση της εξουσίας όσο και στην συλλογή των φόρων οδήγησε σε πολλές συνομωσίες απέναντι στον ίδιο και τον αδελφό του Μιχαήλ.[1] Η ξηρασία, η πείνα και η πανώλη που ακολούθησε (1035) δημιούργησαν πολύ μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, όταν προσπάθησε να επιβάλλει τον έλεγχο του στο Χαλέπι οι κάτοικοι έδιωξαν τον αυτοκρατορικό εκπρόσωπο.[10][14] Ακολούθησαν πολλές εξεγέρσεις στην Αντιόχεια, την Αρχαία Νικόπολη και την Βουλγαρία αφού ζήτησε από τους Βούλγαρους να πληρώνουν τους φόρους τους σε χρήμα και όχι σε είδος.[15] Ο Μιχαήλ Δ΄ διέταξε την σύλληψη του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού με την υποψία προδοσίας, κατηγορήθηκε ότι προκάλεσε την εξέγερση στην Αντιόχεια. Η αυτοκράτειρα Ζωή με την σειρά της δηλητηρίασε τον Ιωάννη τον Ευνούχο.[5] Ο αδελφός του Μιχαήλ Δ΄ Κωνσταντίνος κατέστειλε μια εξέγερση στην Μικρά Ασία. Σε μια νέα εξέγερση πρωταγωνιστής ήταν ο ιερέας Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος (1040), έγινε μοναχός για να σώσει την ζωή του και με τον διάδοχο του Μιχαήλ Ε΄ εξελέγη πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Στην Βουλγαρική εξέγερση (1040) ο Ιωάννης ο Ευνούχος συνέλαβε μερικούς ύποπτους στην Ανατολή και την Κωνσταντινούπολη αλλά δεν μπόρεσε να συλλάβει τον Στρατηγό της Θεοδοσιούπολης που προσπάθησε να κυριεύσει την Θεσσαλονίκη.[16][17]
Εξωτερική πολιτική και εκστρατείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βασιλεία του ξεκίνησε άσχημα στον στρατιωτικό τομέα, οι Άραβες κατέλαβαν την Μύρα και οι Πετσενέγοι προχώρησαν σε συνεχείς επιδρομές στην Θεσσαλονίκη. Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε ωστόσο στα ανατολικά σύνορα όπου καταλήφθηκε ένα Αραβικό κάστρο στην Έδεσσα Μεσοποταμίας, στις όχθες της λίμνης Βαν, το πολιορκούσαν πολλά χρόνια οι Άραβες αλλά τελικά ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία (1017).[18][19] Ο διάσημος και ικανότατος στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης έλαβε εντολή να κατακτήσει το Εμιράτο της Σικελίας. Ο Μανιάκης στρατοπέδευσε στην νότια Ιταλία, κατέλαβε την Μεσσήνη (1038), στην συνέχεια διασκόρπισε όλες τις Αραβικές δυνάμεις στα νότια και δυτικά του νησιού μέχρι που κατέκτησε τις Συρακούσες (1040). Ο Μανιάκης είχε ανακατακτήσει όλη την Σικελία αλλά οι Νορμανδοί και οι Λομβαρδοί μισθοφόροι του επαναστάτησαν αφού ήταν δυσαρεστημένοι για την πληρωμή τους, λεηλάτησαν την κεντρική Ιταλία και κατέλαβαν το Μπάρι. Την ώρα που ετοιμαζόταν για εκστρατεία του εναντίον τους έφτασε από την Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Ευνούχος και τον κάλεσε να επιστρέψει στην πόλη ως κατηγορούμενος για προδοσία.[16] Η ανάκληση του Μανιάκη είχε ως αποτέλεσμα να ανακαταλάβουν οι Νορμανδοί όλες τις περιοχές που κέρδισε ο ίδιος, οι Βυζαντινοί έχασαν όλες τις κτήσεις τους και ανακατέλαβαν μόνο το Μπάρι.[20][21] Οι Σέρβοι είχαν αναγκαστεί να δηλώσουν υποταγή στην Βυζαντινή αυτοκρατορία χάρη στην πίεση που τους ασκούσαν οι Πετσενέγγοι, αυτή την φορά εξοργισμένοι από την υψηλή φορολογία του Μιχαήλ Γ΄ επαναστάτησαν μαζί με τους Βούλγαρους (1040). Ο αρχηγός των εξεγερμένων Πέτρος Δελεάνος που ισχυριζόταν ότι ήταν εγγονός του Συμεών ανακηρύχτηκε τσάρος των Βουλγάρων και κατέλαβε την πόλη Σκούποι. Ο Μιχαήλ Δ΄ αφαίρεσε όλους τους τίτλους από τον δούκα του Δυρραχίου και βάδισε με στρατό εναντίον του, τα στρατεύματα του ωστόσο γνώρισαν την συντριβή από τους Βούλγαρους. Ο Πέτρος Δελεάνος πολιόρκησε την Θεσσαλονίκη, κατέλαβε το Δυρράχιο και νίκησε τον στρατηγό του Θέματος της Ελλάδος. Την ίδια στιγμή οι περισσότεροι κάτοικοι του Θέματος της Νικοπόλεως εξεγέρθηκαν εξοργισμένοι από την συμπεριφορά του Ιωάννη του Ευνούχου.[13][20][22] Σε αυτό το σημείο η επιληψία από την οποία έπασχε ο Μιχαήλ Γ΄ τον άφησε ημι-παράλυτο και του δημιούργησε ένα σοβαρό Οίδημα που εξελίχθηκε σε Γάγγραινα. Η κατάσταση αυτή δεν τον εμπόδισε να αποφασίσει εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων αν και οι σύμβουλοι του ήταν αντίθετοι σε αυτό. Ο Μιχαήλ Δ΄ βάδισε προς την Μακεδονία με 40.000 άνδρες ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και Νορμανδοί μισθοφόροι όπως ο μελλοντικός βασιλιάς Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας. Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Μοσυνούπολη αναμένοντας τον Βουλγαρικό στρατό. Με σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα ο Μιχαήλ Δ΄ συνέτριψε τους Βουλγάρους, απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη και συνέλαβε τον σφετεριστή Δελεάνο. Οι Βούλγαροι που διασώθηκαν κατέφυγαν σε ένα οχυρωμένο στρατόπεδο στην Πρίλεπ, ο Μιχαήλ Δ΄ βάδισε, συνέτριψε και αυτούς και συνέλαβε τον αρχηγό τους. Η επιτυχία ήταν τεράστια αλλά οι δυσκολίες της μάχης τον οδήγησαν ένα βήμα πριν από τον θάνατο, κατάφερε με το ζόρι να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη για να τελέσει τον γύρο του θριάμβου.[14][23]
Θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τέλος του ήταν φανερό ότι πλησίαζε, επισκέφτηκε με βαριά καρδία το ιερό στον ναό του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης και οικοδόμησε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια για να σώσει την ψυχή του. Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του (1039) έδωσε δώρα σε κάθε μοναχό και ιερέα και σε γονείς που δέχτηκαν να βαπτίσει τα παιδιά τους. Ο Ιωάννης ο Ευνούχος πίεσε την Ζωή να υιοθετήσει τον ανεψιό του και γιο της αδελφής του επίσης Μιχαήλ κάτι που έγινε. Το καλοκαίρι του 1041 ζήτησε να περάσει τις τελευταίες του στιγμές στην μονή των Αγίων Αναργύρων όπου και πέθανε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς γεμάτος τύψεις για την δολοφονία του Ρωμανού Γ΄. Η σύζυγος του Ζωή παρακαλούσε με ικεσίες να τον δει έστω μία φορά πριν πεθάνει αλλά ο Μιχαήλ Δ΄ ήταν ανένδοτος. Ο υιοθετημένος γιος του Μιχαήλ, ανεψιός του Ιωάννη του Ευνούχου τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ως Μιχαήλ Ε΄
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Kazhdan, σ. 1365
- ↑ Norwich, σ. 283
- ↑ Finlay, σ. 477
- ↑ Treadgold, σ. 584
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Garland, Zoë Porphyrogenita
- ↑ Norwich, σσ. 275–276
- ↑ Kazhdan, σ. 2228
- ↑ 8,0 8,1 Norwich, σ. 278
- ↑ Norwich, σ. 279
- ↑ 10,0 10,1 Treadgold, σ. 586
- ↑ Finlay, σ. 478
- ↑ Finlay, σ. 480
- ↑ 13,0 13,1 Norwich, σ. 287
- ↑ 14,0 14,1 Treadgold, σ. 587
- ↑ Finlay, σσ. 481–482, 485
- ↑ 16,0 16,1 Treadgold, σ. 588
- ↑ Finlay, σ. 485
- ↑ Treadgold, σσ. 586–587
- ↑ Finlay, σ. 486
- ↑ 20,0 20,1 Treadgold, σσ. 587–589
- ↑ Norwich, σσ. 285–86
- ↑ Finlay, σσ. 490–491
- ↑ Norwich, σσ. 286, 289
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τόμ. 13ος, σελ. 680
- Michael Psellus, Chronographia.
- Thurn, Hans, ed. (1973). Ioannis Scylitzae Synopsis historiarum. Berlin-New York: De Gruyter.
- Finlay, George (1853). History of the Byzantine Empire from 716–1057. Edinburgh: William Blackwood & Sons.
- Garland, Lynda (2006). "Zoë Porphyrogenita". De Imperatoribus Romanis.
- Kazhdan, Alexander, ed. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press.
- Norwich, John Julius (1993). Byzantium: The Apogee. Vol. II. London: Penguin.
- Ostrogorsky, George (1957). History of the Byzantine State. Translated by Hussey, Joan. New Brunswick: Rutgers University Press.
- Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, CA: Stanford University Press.