Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελ Σιντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροδρίγο Ντίαθ
Πρίγκιπας της Βαλένθια
Περίοδος1094 - 1099
Στέψη1094
ΔιάδοχοςΧιμένα Ντίαθ του Οβιέδο
Γέννηση1048
Βιβάρ δελ Σιντ, Μπούργος, Ισπανία
Θάνατος10 Ιουλίου 1099 (51 ετών)
Βαλένθια, Ισπανία
Τόπος ταφήςΚαθεδρικός του Μπούργος
ΣύζυγοςΧιμένα Ντίαθ του Οβιέδο
ΕπίγονοιΝτιέγο Ροδρίγκεθ
Χριστίνα Ροδρίγεθ, ευγενής
Μαρία Ροδρίγκεθ
ΠατέραςΝτιέγο Λαΐνεθ
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )
Άγαλμα του Σιντ στο Μπούργος, Ισπανία.

Ο Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 104810 Ιουλίου 1099) ήταν Καστιλιάνος ευγενής και στρατιωτικός ηγέτης στη μεσαιωνική Ισπανία. Οι Μαυριτανοί τον αποκαλούσαν Ελ Σιντ, που σήμαινε ο Άρχοντας (πιθανώς από το αραβικό αλ-σαΐντ, السیِّد), και οι χριστιανοί Ελ-Καμπεαδόρ, που αποδιδόταν για τον Εξαιρετικό Πολεμιστή ή Αυτόν που ξεχωρίζει στο πεδίο της μάχης. Γεννήθηκε στο Βιβάρ, μια πόλη κοντά στο Μπούργος. Μετά τον θάνατό του, έγινε ο πιο τιμημένος εθνικός ήρωας της Καστίλης και ο πρωταγωνιστής του πιο σημαντικού μεσαιωνικού ισπανικού επικού ποιήματος, με τίτλο Άσμα του Ελ Σιντ[1].

Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β΄, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσου ΣΤ´. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά τον θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.

Η Ιβηρική χερσόνησος το 1031. Εικονίζονται τα βασίλεια Τάιφα, καθώς και τα όρια μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών.

Η Ιβηρική χερσόνησος του 11ου αι. ήταν διαιρεμένη σε χριστιανικά κρατίδια στον βορρά και μουσουλμανικά εμιράτα στον νότο. Τα χριστιανικά κράτη προέρχονταν από τις βησιγοτθικές εστίες αντίστασης κατά της αραβικής προέλασης τον 8ο αι. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν τόσο συχνές όσο και οι πόλεμοι εναντίον των μουσουλμάνων. Κάποιες φορές ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας ένωνε όλα αυτά τα κρατίδια, ή τα περισσότερα αυτών, σε ενιαία «αυτοκρατορία», η οποία διαλυόταν αμέσως μετά τον θάνατό του. Ένας τέτοιος ηγεμόνας ήταν ο Σάντσο Γ΄ ο Μέγας (999-1035) κύριος του βασιλείου της Ναβάρρας, και των κομητειών της Αραγωνίας και της Καστίλλης. Λίγο πριν πεθάνει μοίρασε το κράτος του στους γιους του. Ο δυναμικότερος εξ αυτών, Φερδινάνδος Α΄ του Λεόν (1035-1065) ο επονομαζόμενος Μέγας, γρήγορα επιβλήθηκε επί των αδερφών του, αλλά και επί των γειτονικών χριστιανικών και μουσουλμανικών ηγεμονιών και αυτοαναγορεύθηκε «Αυτοκράτορας». Με τον θάνατό του επαναλήφθηκαν τα γεγονότα της γενιάς του με τους κληρονόμους του να αντιμάχονται για το σύνολο του ισπανικού χριστιανικού βορρά.

Στον μουσουλμανικό νότο (Ανδαλουσία, από το «Αλ-Ανταλούς») η κατάσταση δεν διέφερε πολύ. Το ισχυρό Χαλιφάτο της Κόρδοβας διαλύθηκε το 1031 και τη θέση του πήραν τα λεγόμενα «βασίλεια του Τάιφα» (τάιφα: «κόμμα», «φατρία»).[2] Πολεμώντας συνεχώς μεταξύ τους και εναντίον των χριστιανών, συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες τόσο με ομόθρησκους όσο και με αλλόθρησκους, υπέκυπταν από καιρού εις καιρόν στις ορδές των βορειοαφρικανών Βερβέρων (πρώτα στους Αλμοραβίδες κι από τον 12ο αι. στους Αλμοάδες) για να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους μόλις οι τελευταίοι αποσύρονταν ξανά στις αχανείς ερήμους της Σαχάρας.

Καταγωγή και ανέλιξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar) γεννήθηκε περίπου το 1048 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν τον στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στη συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίστηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γκράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador).[3] Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσας Αλ Μουκτανδίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη.

Υπό τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν τον θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσος το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.

Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσας Αλ Μουκτανδίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.

Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσου. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν τον στρατό του Λεόν στην πεδιάδα της Γιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπαδαχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στον θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και τον θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδος του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.[4] Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.

Ο Αλφόνσος ΣΤ´ της Καστίλλης. Ένωσε την επικράτεια του πατέρα του υπό το σκίπτρο του και το 1077 αυτοαναγορεύτηκε "αυτοκράτορας όλης της Ισπανίας". Ικανός στρατιωτικός και διορατικός κυβερνήτης, που όμως δεν έτυχε ευρείας αποδοχής από τους υπηκόους του. Κάποιες άστοχες ενέργειές του καθώς και οι ταραγμένες σχέσεις του με τον περίφημο Σιντ, επισκίασαν την προσωπικότητα και το έργο του. Τοιχογραφία στον Καθεδρικό ναό τού Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.

Υπό τον Αλφόνσο ΣΤ΄

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε τον θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι τον θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» (ή Ποίημα του Σιντ) οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του [5]. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί τη μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργος και των Αστουριών μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσος προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορδόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.

Το 1079, ο Αλφόνσος ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και των Αστουριών προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του βασιλείου της Ναβάρρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για τη διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορδόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορδόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορδόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).

Εξόριστος Μισθοφόρος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια, αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στον στρατό τους.

Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Β´, ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσου. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταδίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας στη Μάχη του Γκράους (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραϋμόνδος Βερεγγάριος Β´) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίτε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Βερεγγάριος και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέλια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν τη θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.

Συμφιλίωση με τον Αλφόνσο και Δεύτερη Εξορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμφάνιση των Βερβέρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ιβηρική το 1085, έτος που θεωρείται ότι ξεκινά η "Ανακατάληψη" των μουσουλμανικών εδαφών εκ μέρους των χριστιανών.

Το 1085 ο Αλφόνσος ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσας, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με τη νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί τον στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσος εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στη συγκλονιστική μάχη του Σαγράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπαδαχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει τον βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορδόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά τον δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.[6]

Κατάκτηση της Βαλένθια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσας και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσου. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Ντένια και της Τορτόσα, Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Β´ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσος ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχο του (1090).

Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσας τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.

Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.

Απεικόνιση χριστιανών και μουσουλμάνων πολεμιστών της Ιβηρικής κατά την εποχή της Reconquista σε μεσαιωνικό χειρόγραφο.

Κυβερνήτης της Βαλένθια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει την άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.

Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσου, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.

Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθια τον ανιψιό του Μωχάμετ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.

Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσος. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσος διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέτρου Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά στη μάχη της Μπαϊρέν. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών που επανήλθαν μετά τον θάνατο του Σιντ.[7]

Ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.[8] Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά τον θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσου. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργος.

Γάμος και Οικογένεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σιντ παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1075 τη Χιμένα του Οβιέδο, συγγενή του βασιλιά Αλφόνσου ΣΤ΄. Δεν είναι γνωστή με σαφήνεια η καταγωγή της συζύγου του. Η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici) που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα, αναφέρει ως πατέρα της τον κόμη Ντιέγο του Οβιέδο ενώ άλλες μεταγενέστερες πηγές τον κόμη Γκόμεθ ντε Γκορμάθ. Και τα δύο πρόσωπα δεν αναφέρονται σε σύγχρονες ή άλλες πηγές. Ο Ροδρίγο και η Χιμένα απέκτησαν τρία παιδιά, την Κριστίνα, τη Μαρία και τον Ντιέγο. Η Κριστίνα νυμφεύτηκε τον Αραγωνέζο πρίγκιπα Ραμίρο, κόμη του Μονθόν, και η Μαρία τον Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Γ´ της Βαρκελώνης. Ο Ντιέγο σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Κονσουέγρα (1097).

Με τον γάμο του, όπως και με τους γάμους των παιδιών του, ο Σιντ συνδέθηκε με τις βασιλικές δυναστείες της Ιβηρικής και βελτίωσε την πολιτική και διπλωματική θέση του. Επίσης μέσω της κόρης του Κριστίνα αποτελεί πρόγονο των δυναστειών της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες κατάγονται από τον βασιλιά Γκαρθία Ραμίρεθ της Ναβάρρας, γιο της Κριστίνας.

Ο Σιντ στην Τέχνη - Υστεροφημία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια ιστορική πηγή για τη ζωή και τα κατορθώματα του Σιντ αποτελεί η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici), γραμμένη στα λατινικά περί τα μέσα του 12ου αι. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα (αρχές 13ου αι.) εμφανίζεται το μεγάλο καστιλιάνικο έπος «Ποίημα του Σιντ» (El Poema del Cid) ή «Τραγούδι του Σιντ μου» (Cantar de Mio Cid), ανώνυμου συγγραφέα. Η σωζόμενη μορφή του έχει έκταση περί τους 3700 στίχους ενώ λείπουν ακόμη αρκετές εκατοντάδες. Η θρυλική αίγλη που έλαβε το όνομα του Καστιλλιάνου ήρωα οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «Μπαλάντες του Σιντ» (Romancero del Cid). Αυτά τα σύντομα ποιήματα (14ος αι.) προερχόμενα από την επική ποίηση των προηγούμενων αιώνων, αναφέρονται τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε φανταστικές και συχνά υπερβολικές καταστάσεις και ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα νεανικά χρόνια του ήρωα και τον έρωτά του με την ωραία Χιμένα.

Ο Σιντ εκδικείται τον θάνατο του πατέρα του. Μικρογραφία σε χειρόγραφο του 1344. (Ακαδημία των Επιστημών, Λισαβώνα)

Οι μπαλάντες αυτές αποτέλεσαν την πηγή για το δράμα «Τα νεανικά χρόνια του Σιντ» (Lοs Mocedades del Cid) του Ισπανού Γκιγιέν ντε Κάστρο (Guillén de Castro) (1612). Το έργο αυτό ήταν το μοναδικό τού ντε Κάστρο που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Έτσι αποτέλεσε με τη σειρά του βάση για την κλασική ιλαροτραγωδία Ο Σιντ (1636) του Γάλλου δραματουργού Πιέρ Κορνέιγ (Pierre Corneille).

Ακολούθησαν οι ομώνυμες όπερες των Πέτερ Κορνέλιους (Peter Cornelius) και Ιουλίου Μασσνέ (Jules Massenet) το 1865 και 1885 αντίστοιχα, ενώ τον επόμενο αιώνα ο θρύλος του Ισπανού ήρωα αναβιώνει στον κινηματογράφο με τη χολλυγουντιανή παραγωγή «Ελ Σιντ» (1960). Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο διάσημος ηθοποιός Τσάρλτον Ίστον, ενώ η Σοφία Λόρεν συμπρωταγωνιστεί ως Χιμένα. Το κοινό επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή και η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ. Άλλες σχετικές παραγωγές είναι η ταινία κινουμένων σχεδίων El Cid: La Leyenda (2003, ελληνικός τίτλος: Ελ Σιντ ο Ιππότης) όπως και η ισπανική σειρά "Ruy, el Pequeño Cid" στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Σιντ.

  1. Simon Barton, Richard Fletcher, The World of El Cid: Chronicles of the Spanish Reconquest, Μάντσεστερ, ΗΒ: Manchester University Press (2000) ISBN 9780719052262
  2. ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, λήμμα Ισπανία, τόμος 26, σελ 20
  3. "Ελ Σιντ, ο ήρωας της ισπανικής εποποιίας", περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, τχ 25. Ο όρος της δημώδους Λατινικής της Ύστερης Αρχαιότητας (4ος-5ος μ.Χ. αι.) Campeador προέρχεται από το λατινικό campi doctor ή campi doctus και έχει την έννοια του «κυρίου των πολεμικών τεχνών». Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο αποδιδόταν μόνον σε αξιωματούχους που ανέπτυσαν νέες πολεμικές τεχνικές. Αν και μετά την περίοδο αυτή ο τίτλος γενικά εγκαταλήφθηκε, φαίνεται ότι βρισκόταν ακόμη σε χρήση την εποχή του Σιντ.
  4. Οι μάχες του Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ "Ελ Σιντ" Αρχειοθετήθηκε 2015-01-07 στο Wayback Machine. (αγγλικά)
  5. Καθολική Εγκυκλοπαίδεια
  6. Τώνη Χατζηδημητρίου "Ελ Σιντ, ο θρύλος της Μεσαιωνικής Ισπανίας", περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τχ 116
  7. «Οι μάχες του Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2008. 
  8. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμος 9Α, σελ. 271
  • Τώνη Χατζηδημητρίου "Ελ Σιντ, ο θρύλος της Μεσαιωνικής Ισπανίας", περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τχ 116
  • "Ελ Σιντ, ο ήρωας της ισπανικής εποποιίας", περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, τχ 25
  • Λήμματα Αλφόνσο ΣΤ΄ (τόμος 5), Ισπανία (τόμος 26) και Ελ Σιντ (τόμος 46) στην Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
  • ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Εκδοτικής Αθηνών
  • Λήμμα Ελ Σιντ στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1913 (αγγλικά)
  • Kurtz, Barbara E. El Cid, Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις (αγγλικά)
  • Ιωάννης Κιορίδης-Στέργιος Ντέρτσας-Αλμπέρτο Μοντανέρ. Το έπος του Ελ Σιντ: εισαγωγή-πρωτότυπο κείμενο-μετάφραση-σχόλια. Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2019.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]