ver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ver (af)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ver < verme, προνύμφη < λατινικό vermis (la)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ver (fr) αρσενικό (πληθυντικός: vers)

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη verm-



ver (es)



ver (pt)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]