Μετάβαση στο περιεχόμενο

too

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tuː/
ομόηχο: two

Επίρρημα

[επεξεργασία]

too (en)

  1. (πάρα) πολύ, υπερβολικά, χρησιμοποιείται για να δείχνει ότι κάτι είναι κάτι περισσότερο από καλό, απαραίτητο, δυνατό κτλ.
      You’ll regret it one day but it’ll be too late.
    Θα το μετάνιωσες μια μέρα αλλά θα 'ναι πολύ αργά.
      This sweater is too large for me.
    Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
      He thinks too highly of himself.
    Έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
      He drinks too much.
    Πίνει υπερβολικά.
      When it is too hot, I drink a cold milk.
    Όταν έχει υπερβολική ζέστη, πίνω μια κρύα σοκολάτα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη excessively
  2. (συνήθως στο τέλος της πρότασης) και, κι εγώ, επίσης, επιπλέον
      In any case, I would ask a doctor too.
    Όπως και να έχει, εγώ θα ρωτούσα και έναν γιατρό.
      I, too, have been to Paris.
    Και εγώ έχω πάει στο Παρίσι.
      I have been to Paris too.
    Έχω πάει και στο Παρίσι.
      I would tell your friend to come, too, but I heard that she is out of town.
    Θα έλεγα και στην φίλη σου να έρθει αλλά άκουσα ότι είναι έκτος πόλης.
      Show me the way so that I can do it too.
    Δείξε μου τον τρόπο για να το κάνω κι εγώ.
      We, too, would help.
    Κι εμείς θα βοηθούσαμε.
      I’m not going unless you come too.
    Δεν πηγαίνω εκτός κι αν έρθεις κι εσύ.
      She plays the piano and sings too.
    Παίζει πιάνο και τραγουδάει επίσης.
      I will buy this too.
    Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
      He gave me advice and money too.
    Μου ‘δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
     συνώνυμα: also,  και δείτε τη λέξη additionally
  3. και μάλιστα, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι
      He passed and with a scholarship too.
    Πέρασε, και με υποτροφία μάλιστα.
      We had a lot of snow, and in May too!
    Είχαμε πολύ χιόνι, και μάλιστα το Μάη.

Παράγωγα

[επεξεργασία]