summon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας summon
γ΄ ενικό ενεστώτα summons
αόριστος summoned
παθητική μετοχή summoned
ενεργητική μετοχή summoning

summon (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο, νομικός όρος) κλητεύω, καλώ, επιδίδω κλήση/κλήτευση σε κάποιον να παρουσιαστεί στο δικαστήριο
    ⮡  He was summoned as a witness for the prosecution.
    Τον κλήτευσαν ως μάρτυρα κατηγορίας.
    ⮡  He was summoned before the court.
    Κλήθηκε στο δικαστήριο.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) καλώ κάποιον ή παίρνω κλήση να πάω κάπου
    ⮡  The Minister summoned him to appear.
    Τον κάλεσε ο Υπουργός να εμφανιστεί.
    ⮡  I was summoned to the police station.
    Πήρα κλήση να πάω στο Τμήμα.