so
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]so (en) (χωρίς παραθετικά)
- τόσο, σε τέτοιο βαθμό
- ⮡ I can’t walk so far.
- Δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μακριά.
- ⮡ Is it so late?
- Τόσο αργά είναι;
- ⮡ I am not so sure of that.
- Δεν είμαι και τόσο βέβαιος γι' αυτό.
- ⮡ He was so mad that he couldn’t talk.
- Ήταν τόσο θυμωμένος που δεν μπορούσε να μιλήσει.
- ⮡ Would you be so kind as to help me? (βρετανικά αγγλικά, επίσημο)
- Θα είχατε την καλοσύνη να με βοηθήσετε;
- ≈ συνώνυμα: that
- ⮡ I can’t walk so far.
- τόσο, εννοείται πολύ
- ⮡ He is so tall.
- Είναι τόσο ψηλός.
- ⮡ It is so kind of you!
- Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας!
- ⮡ I can’t stay so long.
- Δεν μπορώ να μείνω τόσο πολύ.
- ⮡ It was still so early.
- Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.
- ⮡ He is so good but Peter is so much better.
- Είναι πολύ καλός αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
- ≈ συνώνυμα: very, really, → και δείτε τη λέξη extremely
- ⮡ He is so tall.
- (not so…(as)) δεν είναι τόσο…ώστε/όσο, περισσότερο…παρά, χρησιμοποιείται σε συγκρίσεις, όχι στον ίδιο βαθμό
- ⮡ He is not so stupid (as) to do that.
- Δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να κάμει τέτοιο πράγμα.
- ⮡ He is not so smart a kid as his brother.
- Δεν είναι τόσο έξυπνο παιδί όσο ο αδελφός του.
- ⮡ He was not so angry as disappointed.
- Ήταν περισσότερο απογοητευμένος παρά θυμωμένος.
- ⮡ He is not so stupid (as) to do that.
- έτσι, αυτό, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που έχει ήδη αναφερθεί
- ⮡ -“Will he come?” -“I believe/hope/think/suppose so.”
- -«Θα έρθει;» -«Έτσι πιστεύω/ελπίζω/νομίζω/υποθέτω.»
- ⮡ So, and only so, can it be done.
- Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να γίνει.
- ⮡ We have arranged things like so, so that…
- Κανονίσαμε έτσι τα πράγματα ώστε…
- ⮡ You can't do it like so.
- Δεν μπορείς να το κάνεις έτσι.
- ⮡ Anyone will tell you so.
- Ο καθένας θα σας το πει αυτό.
- ⮡ I told you so!
- Σου το είπα εγώ!
- ⮡ I think so.
- Το σκέφτηκα.
- ⮡ if so - σε τέτοια περίπτωση, αν ναι
- → δείτε τους όρους thus, like so, like that και that way
- ⮡ -“Will he come?” -“I believe/hope/think/suppose so.”
- το ίδιο, και
- ⮡ I’m Greek and so is my teacher.
- Είμαι Έλληνας και το ίδιο είναι κι ο δάσκαλός μου.
- ⮡ -“I speak English.” -“So do I!”
- -«Μιλώ αγγλικά.» -«Κι εγώ!»
- ⮡ I’m Greek and so is my teacher.
- πράγματι, χρησιμοποιείται για να συμφωνήσω ότι κάτι είναι αλήθεια, ειδικά όταν εκπλήσσομαι
- ⮡ -“The door is open.” -“So it is!”
- -«Η πόρτα είναι ανοιχτή.» -«Πραγμάτι είναι!»
- ⮡ -“The door is open.” -“So it is!”
- έτσι, χρησιμοποιείται όταν δείχνω σε κάποιον πώς να κάνει κάτι ή του λέω πώς συνέβη κάτι
- ⮡ Keep your body straight, like so!
- Κράτα ίσια το κορμί σου, έτσι!
- ⮡ Keep your body straight, like so!
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]so (en)
- λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]so (en)
- λοιπόν, για αυτό, οπότε, άρα, χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο για κάτι
- ⮡ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
- Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
- ⮡ It’s late; so good night
- Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
- ⮡ They cost a lot of money, so use them carefully.
- Κοστίζουν ένα σωρό λεφτά, γι' αυτό να τα χρησιμοποιείς προσεχτικά.
- ⮡ We were full so we didn’t go to the restaurant.
- Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.
- ⮡ Whatever he die he did consciously, so he is responsible.
- Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
- ⮡ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
- (so (that)) για να, ώστε (να), να, να μην, χρησιμοποιείται για να δείξει το σκοπό για κάτι
- ⮡ I bought a map so I don’t become lost in the city.
- Αγόρασα έναν χάρτη για να μη χαθώ στην πόλη.
- ⮡ Come a little closer, so that I see you.
- Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω.
- ⮡ Speak clearly so I can understand you.
- Μιλά καθαρά ώστε να μπορέσω να σε καταλάβω.
- ⮡ I will be ready so that I’m not making you wait.
- Θα είμαι έτοιμος ώστε να μη σε κάνω να περιμένεις.
- ⮡ Darkness had fallen everywhere, so you could hardly move forward.
- Σκοτάδι ήταν απλωμένο παντού, ώστε δύσκολα μπορούσες να προχωρήσεις.
- ⮡ You should come tomorrow so we can see you.
- Να 'ρθεις αύριο να σε δούμε.
- ⮡ Let Dimitri go and buy a newspaper, so grandpa doesn’t get tired!
- Ας πάει ο Δημήτρης να αγοράσει εφημερίδα, να μην κουράζεται ο παππούς!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
- ⮡ I bought a map so I don’t become lost in the city.
- έτσι, χρησιμοποιείται για να δείξει το αποτέλεσμα κάτι
- (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή ενός σχολίου ή μιας ερώτησης
- ⮡ Come on, so, tell me what happened.
- Εμπρός λοιπόν, πες μου τι συνέβη.
- ⮡ So, where have you been?
- Λοιπόν, που ήσουν;
- ⮡ So, what should we do, want to dance?
- Λοιπόν, τι θα κάνουμε, θα χορέψουμε;
- ⮡ Come on, so, tell me what happened.
- έτσι, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του επόμενου μέρους μιας ιστορίας
- ⮡ So he lost all his money.
- Έτσι έχασε όλα του τα χρήματα.
- ⮡ So he lost all his money.
- (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι πιστεύω ότι κάτι δεν είναι σημαντικό, ειδικά αφού κάποιος με έχει επικρίνει γι' αυτό
- ⮡ It happened, so what?
- Και λοιπόν τι έγινε;
- → δείτε την έκφραση so what
- ⮡ It happened, so what?
- (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται όταν κάνω μια τελική δήλωση
- ⮡ Very good, so, I will go with you.
- Πολύ καλά λοιπόν, θα έρθω μαζί σου.
- ⮡ Very good, so, I will go with you.
- (ανεπίσημο) λοιπόν, οπότε, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις για να αναφέρεται σε κάτι που μόλις ειπώθηκε
- ⮡ So what do we do now?
- Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;
- ⮡ It is possible he will not come to the appointment, so what happens then?
- Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, οπότε τι γίνεται τότε;
- ⮡ So what do we do now?
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- so (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- so (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- so (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 510. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτσι, λοιπόν
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]so (bs)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]so (eo)
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]so (sr)
- λατινική γραφή του со
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Επιφωνήματα (αγγλικά)
- Σύνδεσμοι (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)