sex

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sex (en)

  1. φύλο
  2. σεξ, συνουσία



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

sex (sv)