rideau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rideau < rider

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
rideau rideaux

rideau (fr) αρσενικό

  1. η κουρτίνα
  2. το παραπέτασμα
  3. το μπερντές
  4. η αυλαία

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  rider