παραπέτασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραπέταμα, παραπέτο, παραπετώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπέτασμα τα παραπετάσματα
      γενική του παραπετάσματος των παραπετασμάτων
    αιτιατική το παραπέτασμα τα παραπετάσματα
     κλητική παραπέτασμα παραπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπέτασμα < αρχαία ελληνική παραπέτασμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραπέτασμα ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

παραπέτασμα < παραπετάννυμι + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραπέτασμα ουδέτερο