παραπέτασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραπέτασμα < αρχαία ελληνική παραπέτασμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραπέτασμα ουδέτερο
- γενική ονομασία για κάτι που χρησιμοποιούμε σαν κουρτίνα, σαν προκάλυμμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σιδηρούν παραπέτασμα: ονομασία που δόθηκε κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στη Σοβιετική Ένωση και τα φιλοσοβιετικά, ανατολικά κράτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιδηρούν παραπέτασμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παραπέτασμα < παραπετάννυμι + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραπέτασμα ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)