Μετάβαση στο περιεχόμενο

photograph

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
photograph photographs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

photograph (en)

  • η φωτογραφία
      The photograph lost its color.
    Η φωτογραφία έχασε το χρώμα της.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]