mano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mano < man + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mano manoj
αιτιατική manon manojn

mano (eo)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mano (es) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
mano mani

mano (it)