male

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

male (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

male (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

male (et)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

male (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

male (it) αρσενικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

male (la)