keep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | keep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps |
αόριστος | kept |
παθητική μετοχή | kept |
ενεργητική μετοχή | keeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]keep (en)
- κρατώ
- διατηρώ
- ⮡ I do exercises to keep fit.
- Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
- ⮡ I do exercises to keep fit.
- συνεχίζω, διαρκώς, συνεχώς