favor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
favor | favors |
favor (en) (ΗΠΑ) και favour (ΗΒ)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | favor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | favors |
αόριστος | favored |
παθητική μετοχή | favored |
ενεργητική μετοχή | favoring |
favor (en) (ΗΠΑ) και favour (ΗΒ)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
favor | favores |
favor (pt) θηλυκό
- η χάρη