far

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός far
συγκριτικός farther / further
υπερθετικός farthest / furthest / farthermost / furthermost

far (en)

  • μακρινός
    ⮡  The park reaches as far as the river.
    Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός far
συγκριτικός farther / further
υπερθετικός farthest / furthest

far (en)

  1. μακριά, μεγάλη απόσταση
    ⮡  Did you go far?
    Πήγες μακριά;
    ⮡  I didn’t go far.
    Δεν πήγα μακριά.
    ⮡  Is it far to/from London?
    Είναι μακριά ως/από το Λονδίνο;
    ⮡  Did you come from far away?
    Έρχεσαι από μακριά;
    ⮡  We saw Delphi from far away.
    Είδαμε τους Δελφούς από μακριά.
    ⮡  With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
    Με χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε.
    ⮡  How far is Sparta from here?
    Πόσο απέχει η Σπάρτη από εδώ;
    ⮡  It isn’t very far.
    Δεν απέχει πολύ.
  2. μακριά, μεγάλο χρονικό διάστημα από το παρόν. για μεγάλο μέρος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
    ⮡  Easter is not far off.
    Το Πάσχα δεν είναι μακριά.
    ⮡  Vacation is not far off.
    Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.
    ⮡  Holidays are not very far away.
    Οι διακοπές δεν απέχουν πολύ.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

far (sq) (οριστικός τύπος: fari)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

far (da) κοινό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

far (no)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

far (ro)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

far (sv)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]