drop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drop | drops |
drop (en)
- η σταγόνα, μικρή ποσότητα υγρού
- ⮡ a few drops of rain - λίγες σταγόνες βροχής
- η σταγόνα, ο κόμπος, μια ελάχιστη ποσότητα υγρού
- (μόνο στον πληθυντικό) οι σταγόνες, ένα υγρό φάρμακο για τα μάτια, τα αυτιά ή τη μύτη
- ⮡ eye/ear drops - σταγόνες για τα μάτια/αυτιά
- η πτώση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops |
αόριστος | dropped |
παθητική μετοχή | dropped |
ενεργητική μετοχή | dropping |
drop (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πέφτω, επιτρέπω να πέσει κάτι κατά λάθος ή πέφτω κατά λάθος
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω κάτι να πέσει επίτηδες· πέφτω, αφήνω τον εαυτό μου να πέσει
- ⮡ They are dropping bombs on a town.
- Ρίχνουν βόμβες σε μια πόλη.
- ⮡ I am dropping an anchor.
- Ρίχνω άγκυρα.
- ⮡ I drop supplies by parachute.
- Ρίχνω εφόδια με αλεξίπτωτο.
- ⮡ They dropped men with parachutes behind enemy lines.
- Έριξαν άντρες με αλεξίπτωτα πίσω από τις εχθρικές γραμμές.
- ⮡ He dropped to the ground on his knees.
- Έπεσε στο έδαφος στα γόνατά του.
- ⮡ They are dropping bombs on a town.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) ρίχνομαι, πέφτω από κούραση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αφήνω, κατεβάζω, ρίχνω, σταματώ για να μπορέσει κάποιος να βγει από ένα αυτοκίνητο κτλ.· παραδίδω ή αφήνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ειδικά στο δρόμο για κάπου αλλού
- ⮡ Where do you want me to drop you off?
- Που θέλεις να σ' αφήσω;
- ⮡ Drop me (off) by/at the station.
- Άφησέ με στο σταθμό.
- ⮡ I will drop you at the corner.
- Θα σε κατεβάσω στη γωνία.
- ⮡ He dropped the letter in the box and left.
- Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε
- ⮡ Where do you want me to drop you off?
- (μεταβατικό) παραλείπω, αφήνω κάποιον ή κάτι τυχαία ή εσκεμμένα
- (μεταβατικό) κόβω, σταματάω να βλέπω κάποιον κοινωνικά
- ⮡ He dropped all of his friends.
- Έκοψε όλους τους φίλους του.
- ⮡ He dropped all of his friends.
- (μεταβατικό) κόβω, παρατάω, σταματώ να κάνω ή να συζητώ κάτι· δεν συνεχίζω με κάτι
- ⮡ We can’t agree, let’s drop it.
- Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, ας κόψουμε τη συζήτηση.
- ⮡ I’m dropping French next semester.
- Θα παρατήσω τα γαλλικά στο επόμενο εξάμηνο.
- ⮡ We can’t agree, let’s drop it.
- (μεταβατικό) πετάω υπαινιγμό
- ⮡ I am dropping a hint.
- Πετώ έναν υπαινιγμό.
- ⮡ I am dropping a hint.
- αφήνω κάτι, το παρατάω, δεν ασχολούμαι άλλο μαζί του
- σκοτώνω με πυροβόλο όπλο
- ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- drop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- drop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 462, 697, 697-699, 770-771, 811. ISBN 9780194325684., λήμμα: κονιάκ, πετώ, πέφτω, ρίχνω, σταγόνα