deep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | deep |
συγκριτικός | deeper |
υπερθετικός | deepest |
deep (en)
- βαθύς, που έχει βάθος
- χρησιμοποιείται για να περιγράψει το βάθος κάτι
- ⮡ The river is 6 feet deep (=The river has a depth of 6 feet.)
- Ο ποταμός έχει 6 πόδια βάθος.
- ⮡ The river is 6 feet deep (=The river has a depth of 6 feet.)
- (σε επίθετα) είμαι βουτηγμένος σε κάτι μέχρι συγκεκριμένο βάθος
- ⮡ I am ankle-deep in mud.
- Είμαι βουτηγμένος στη λάσπη ως τον αστράγαλο.
- ⮡ We were knee-deep in the snow.
- Ήμασταν βουτηγμένοι στο χιόνι ως τα γόνατα.
- ⮡ I am ankle-deep in mud.
- βαθύς, που εισπνέει ή εκπνέει πολύ αέρα
- ⮡ a deep sigh - βαθύς αναστεναγμός
- βαθύς, για ύπνο
- βαθύς, σκούρος, για χρώματα
- βαθύς, για ήχους
- ⮡ a deep voice/note - βαθιά φωνή/νότα
- βαθύς, για αισθήματα
- ⮡ deep appreciation/emotion/sadness/concern - βαθιά εκτίμηση/συγκίνηση/θλίψη/ανησυχία
- βαθύς, μεγάλος, εξαιρετικός ή σοβαρός
- ⮡ The country is in a deep economic recession.
- Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά/σοβαρή οικονομική ύφεση.
- ⮡ He is in deep trouble.
- Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
- ⮡ We are now in deep trouble.
- Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
- ⮡ The country is in a deep economic recession.
- βαθύς, που δείχνει μεγάλη γνώση ή κατανόηση
- ⮡ He has a deep knowledge of the classics.
- Έχει βαθιά γνώση των κλασικών.
- ⮡ He has a deep knowledge of the classics.
- βαθύς, που είναι δυσνόητος
- βαθύς, βουτηγμένος, είμαι απορροφημένος σε κάτι
- ⮡ deep in thought - σε βαθιά σκέψη
- ⮡ He’s deep in debt.
- Είναι βουτηγμένος στα χρέη.
- ⮡ I am deep into this book.
- Είμαι απορροφημένος σε αυτό το βιβλίο.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) deep copy
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | deep |
συγκριτικός | deeper |
υπερθετικός | deepest |
deep (en)
- βαθιά
- ⮡ deep in his heart - βαθιά στην καρδιά του
- ⮡ with her hands deep in her pockets - με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες της
- ⮡ deep into the night - βαθιά μέσα στη νύχτα
- ⮡ Breathe deep.
- Ανάπνευσε βαθιά.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]deep (en)
- το βάθος