βαθιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθιά < βαθύς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

βαθιά

  1. σε μεγάλο βάθος
  2. (μεταφορικά) πολύ
    είμαι βαθιά συγκινημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βαθιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθύς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθύς